dream spring

13 04 2011
flower escapes

“flower escapes” phot@rt by Aeglie

Dream life’s spring by creating inside your mind any blossoming picture you can imagine; and then, when time comes, spring will bring to blooming every gift.

greek version





end of death

4 03 2011
end of death

“water brings forth light” phot@rt by Aeglie

The end of fear comes to meet people climbing up the summits of times, darkness is broken through; memory shapes into flesh everything ever born. New bodies: made from the clay of heavens.

greek version





the woman who talked to fear

7 02 2011
light on the rocks

“blooming on the rocks” phot@rt by Aeglie

«A vagrant, that’s what it is; a beggar,» the woman who talked to fear said calmly.

I have met her that very morning at the school gate. “Keep your mind free from fear,” she said to her kids and she smiled at my surprised look. She introduced herself to me and she invited me to her place on the afternoon.

«It comes on the threshold of the mind and it begs for its coin: our subjugation.
«It comes covered into advising recipes. “Watch it!” is the phrase consisting in its fundamental, misleading ingredient.
«It comes, a small and faint thing, just a little shadow; it’s fed on agony, worry, exertion, pain, travail. It weights, day by day, it thickens, expands and spreads; it conquers.»

She poured out fresh lemonade to glasses.

«I have had it in for a long time. It had settled into my rooms. My loved place had been withered under its darkness.
«And then, there came a morning, when I resolved on quitting trouble. It went hungry that day long. Next morning, my mind was clear. I had still had it in, though. Before it goes back to nothingness from where it came, it tried to move me to pity. But, as I had resolutely quit misery, it couldn’t persuade me to feel sorry for it. Instead, it moved me to curiosity. Or, maybe, what I only wished was to listen to a good story – just for fun.»

She brought a bowl from the kitchen and she filled it with apricots from a tree of her garden laden with golden, thick, and juicy fruit.

«It does not exist. This is the truth of it: it doesn’t exist. It admitted this to me. It’s a delusion. A delusion made by an ancient error, grown into some ancient dark gap, back in the very beginning of the world; and it sips life. This life it sips is of no use of it; it doesn’t belong to it. It couldn’t have its own life, either; since it isn’t created. In order to keep itself busy and feel somehow useful, these are its own words, it disuses creatures’ life. Humanity lives a life of imperfection and malady because people feed the delusion of fear.»

She reached up to the blossomed apple tree, it have had us under its cool shade, and said, “you, my dear, do know what I’d love to have right now.” After a few fractions of a second a red, plump apple was in her handful.

«It only takes to let it go hungry,» she winded up; and she bit the crisp fruit.

greek version





dust

27 01 2011

a child’s lost in the desert
it’s so dusty in the desert
the child grew fond of the dust
dust flew into his eyes
and has taught him tears
so that he could now cry
and he washes his heart once in a while

greek version





imperfect agony

24 01 2011

Countryside keeps quieting, covered in morning’s peace, hidden under a thin blanket of rime
But a robin’s sounded around and a small swarm of bees gathering earlier blooming flowers cheated by warm winter
Butterflies also sing, and the motionless leaves of small orange trees as well; human hearing, though, appears to be imperfect
Small trees heavy laden with orange fruit patiently await to meet me
I escape into the city, hoping to waste my agony; I waste myself instead
At the edge of the road, on the afternoon, I recall I have left behind small orange trees to grow up all alone

greek version





your eyes’ light on

13 01 2011
your eyes' light on

“blue night” phot@rt by Aeglie

See the night:
how it’s growing denser all around!
It surrounds us with close wet woven nets;
it hides the way.
You don’t even have the right of spending energy – hard times.
You’re forced to drive with your low beams
– on slow speed, as well –
since the road’s hidden deep into the heavy rain of dark forecasts.
And, there comes a moment, when you can see the light of your eyes.
You shed it on ahead with all of your heart;
you break the weft of fear.
With your new sight now, you speed up as you will.
The companion says “slow down, I cannot see my step.”
“Shed your eyes’ light over ahead,” you encourage him.
And, as long as he seeks it inside him, you describe the magic of a night ride;
and, you promise, you go straight ahead beyond dawn,
together._

greek version





i grew mellow my fruit

29 09 2010

I walked through the summer time with its long sunburned days and short tender nights
I grew my roots deep to satisfy my thirst and my green foliage leisurely sang secrets of the earth
I can recall now, that very afternoon, there were two kids under my shadow completely giving themselves to one another
I brought them, then, asleep and I grew mellow my evening’s fruit
They were fed all night long the cell of their land I had transformed; and they spoke out stories from distant hours and other ground: stories that juice dropped up to the mouth roof
There is an infinite journey inside this very apricot you’re biting

greek version





The Fountainhead, by Ayn Rand

31 05 2010


Τα φύλλα σέρνονταν, τρέμοντας κάτω απ’ τον ήλιο. Δεν ήταν πράσινα, μόνο λίγα, σκόρπια μες στο χείμαρρο, διακριτές σταγόνες ενός πράσινου τόσο φωτεινού και καθάριου που πλήγωνε τα μάτια. Τα υπόλοιπα δεν ήταν χρώμα, ήταν φως, η ύλη της φωτιάς πάνω στο μέταλλο, ζωντανές σπίθες δίχως άκρη. Έμοιαζε λες και το δάσος ήταν μια έκταση από φως που σιγόβραζε για να φτιάξει αυτό το χρώμα, αυτό το πράσινο που αναδυόταν σε μικρές φυσαλίδες, το συμπυκνωμένο απόσταγμα της άνοιξης. Τα δέντρα αντάμωναν γέρνοντας πάνω από το δρόμο και τα φωτεινά σημάδια του ήλιου πάνω στο έδαφος κινούνταν με την κίνηση των κλαδιών, σαν ενσυνείδητο χάδι. Ο νεαρός άντρας ευχόταν να μην πέθαινε.
Όχι αν η γη μπορεί να είναι έτσι, σκέφτηκε. Όχι αν μπορεί ν’ ακούει την ελπίδα και την υπόσχεση σαν φωνή, με φύλλα και κορμούς δέντρων και βράχους αντί για λέξεις. Αλλά ήξερε ότι η γη ήταν έτσι μόνο επειδή δεν είχε δει ίχνος ανθρώπου για ώρες. Ήταν μόνος. Κατηφόριζε με το ποδήλατό του ένα ξεχασμένο μονοπάτι ανάμεσα στους λόφους της Πενσυλβάνια όπου δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν και όπου μπορούσε να νιώσει το ζωντανό θαύμα ενός ανέγγιχτου κόσμου.
Ήταν πολύ νέος. Είχε μόλις αποφοιτήσει από το κολέγιο – εκείνη την άνοιξη του έτους 1935 – και ήθελε ν’ αποφασίσει αν η ζωή άξιζε. Δεν ήξερε ότι αυτό αναρωτιόταν. Ούτε σκεφτόταν το θάνατο. Σκεφτόταν μόνο ότι λαχταρούσε να βρει χαρά και λόγο και νόημα για να ζήσει – και τίποτα απ’ αυτά δεν είχε βρει πουθενά.
Δεν του άρεσαν τα πράγματα που είχε μάθει στο κολέγιο. Όλ’ αυτά που είχε διδαχθεί για την κοινωνική ευθύνη, για μια ζωή υπηρεσίας και αυτοθυσίας. Όλοι έλεγαν ότι ήταν όμορφο κι εμπνευστικό. Μα δεν ένιωθε εμπνευσμένος. Δεν ένιωθε τίποτα απολύτως.
Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που γύρευε στη ζωή. Το ένιωσε εδώ, σε τούτη την άγρια μοναχικότητα. Μα δεν αντιμετώπιζε τη φύση με τη χαρά του υγιούς ζώου: ως κατάλληλο και τελικό περιβάλλον. Την αντιμετώπιζε με τη χαρά του υγιούς ανθρώπου: ως πρόκληση – ως εργαλείο, μέσο και υλικό. Ώστε ένιωθε θυμό που θα ‘πρεπε να βρίσκει αγαλλίαση μόνο στην ερημιά, που αυτή η εξαίσια αίσθηση της ελπίδας θα χανόταν σαν επέστρεφε στους ανθρώπους και στα έργα τους. Συλλογιζόταν ότι αυτό δεν ήταν το σωστό, ότι το έργο του ανθρώπου θα ‘πρεπε να ‘ναι ένα βήμα ψηλότερα: βελτίωση της φύσης, όχι υποβιβασμός. Δεν του άρεσε να περιφρονεί τους ανθρώπους. Ήθελε να τους αγαπά και να τους θαυμάζει. Αλλά έτρεμε στη θέα του πρώτου σπιτιού, σφαιριστηρίου και κινηματογραφικού πόστερ που θα συναντούσε στο δρόμο του.
Εκείνο που πάντα ήθελε ήταν να γράφει μουσική. Και δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει διαφορετικά αυτό που αναζητούσε. Για να καταλάβεις πώς είναι, έλεγε στον εαυτό του, αρκεί ν’ ακούσεις τις πρώτες φράσεις από το Πρώτο Κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι ή την τελευταία κίνηση από το Δεύτερο του Ραχμάνινοφ. Οι άνθρωποι δεν έχουν βρει τις λέξεις να το περιγράψουν ούτε την πράξη ούτε τη σκέψη, αλλά έχουν βρει τη μουσική. Ας το έβλεπα σε μια απλή ενέργεια του ανθρώπου. Ας το έβλεπα να γίνεται πραγματικότητα. Ας έβλεπα την απάντηση στην υπόσχεση αυτής της μουσικής. Ούτε υπηρέτες ούτε υπηρετούμενοι, ούτε βωμοί και θυσίες – αλλά η τελείωση, η εκπλήρωση, η έξοδος από τον πόνο. Μη με βοηθάτε και μη με υπηρετείτε – αλλά αφήστε με να το δω μια φορά γιατί το έχω ανάγκη. Μην εργάζεστε για την ευτυχία μου, αδελφοί μου, δείξτε μου τη δική σας, δείξτε μου ότι είναι δυνατόν, δείξτε μου ότι τα καταφέρατε – και η γνώση αυτή θα μου δώσει το κουράγιο να τα καταφέρω κι εγώ.
Είδε ένα γαλανό άνοιγμα εμπρός, εκεί που ο δρόμος τελείωνε στο ψηλότερο σημείο της κορυφογραμμής. Έντονο και καθαρό γαλάζιο σαν μια ταινία νερού απλωμένη ανάμεσα σε πράσινα κλαδιά. Παράξενο, σκέφτηκε, να ‘ρθω ως την άκρη για να μη βρω τίποτα παρά το γαλανό πέραν, τίποτα παρά τον ουρανό εμπρός, επάνω και κάτω. Έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε, αναβάλλοντας τη σκέψη του εφικτού για την ώρα, παραχωρώντας τον εαυτό του στο όνειρο, να πιστέψει για λίγες στιγμές ότι θα φτάσει στην κορυφή, θ’ ανοίξει τα μάτια του και θα δει το γαλανό ν’ ακτινοβολεί από κάτω.
Το πόδι του άγγιξε το έδαφος, διακόπτοντας την πορεία του. Σταμάτησε και άνοιξε τα μάτια του. Στάθηκε ακίνητος.
Στην ανοιχτή κοιλάδα, πέρα χαμηλά, στο πρώτο φως της μέρας, έβλεπε μια πόλη. Αλλά δεν ήταν πόλη. Οι πόλεις δεν είναι έτσι. Ανέβαλε τη σκέψη του εφικτού πάλι για λίγο, ώστε να μη γυρέψει απαντήσεις κι εξηγήσεις, μόνο να δει.
Μικρά σπίτια κρέμονταν απ’ τις πλαγιές του λόφου μπροστά του ως κάτω τους πρόποδες. Ήξερε ότι οι πλαγιές είχαν μείνει ανέγγιχτες και τίποτα τεχνητό δεν είχε μεταβάλλει τη φυσική ομορφιά του επικλινούς εδάφους. Ωστόσο, κάποια δύναμη γνώριζε πώς να χτίσει σε αυτές τις πλαγιές με τέτοιον τρόπο, ώστε τα σπίτια να είναι φυσική συνέχεια και κανείς να μην μπορεί πια να φανταστεί τους λόφους τόσο όμορφους χωρίς αυτά. Λες κι οι αιώνες κι όλα τα τυχαία γεγονότα που έφτιαξαν αυτές τις πλαγιές με το μόχθο των μεγάλων τυφλών δυνάμεων να περίμεναν την τελική τους έκφραση, να ήταν απλώς ένας δρόμος ως το σκοπό – και ο σκοπός ήταν αυτά τα κτίρια, μέρος των λόφων, σχηματισμένα από τους λόφους, που όμως τους κυρίευαν δίνοντάς τους νόημα.
Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από καθαρή πέτρα – όπως οι βράχοι που προεξείχαν από τις πράσινες λοφοπλαγιές – και από γυαλί. Μεγάλα τζάμια προσκαλούσαν τον ήλιο να ολοκληρώσει την κατασκευή, κάνοντας το φως του ήλιου μέρος της οικοδομής. Τα σπίτια ήταν πολλά, ήταν μικρά, απομακρυσμένα το ένα από το άλλο κι ούτε δυο από αυτά δεν ήταν όμοια. Μα ήταν παραλλαγές ενός θέματος, σαν συμφωνία που παιζόταν από μια ανεξάντλητη φαντασία. Και μπορούσες ακόμα ν’ ακούσεις ανάμεσά τους το γέλιο από τη δύναμη που είχε απελευθερωθεί, μια δύναμη που είχε τρέξει και είχε καλπάσει και είχε προσπαθήσει να ξοδευτεί, αλλά δεν είχε φτάσει την κορύφωσή της. Η μουσική, σκέφτηκε, η υπόσχεση της μουσικής που είχε επικαλεστεί, η αίσθησή της στην πραγματικότητα – να την εδώ μπρος στα μάτια του. Δεν την έβλεπε – την άκουγε σε συγχορδίες – σκεφτόταν ότι υπήρχε μια κοινή γλώσσα ανάμεσα στη σκέψη, τη θέαση και τον ήχο – ήταν τα μαθηματικά; – η πειθαρχία της λογικής – η μουσική ήταν μαθηματικά – και η αρχιτεκτονική ήταν μουσική με την πέτρα – ήξερε ότι ήταν ζαλισμένος γιατί αυτός εδώ ο τόπος εμπρός του δεν μπορούσε να είναι αληθινός.
Έβλεπε δέντρα, πρασιές, δρομάκια ν’ ανηφορίζουν τυλίγοντας τις λοφοπλαγιές, πλακόστρωτα σκαλοπάτια, σιντριβάνια, πισίνες, γήπεδα τένις – κι ούτε ένα σημάδι ζωής. Ο τόπος ήταν ακατοίκητος.
Αυτό δεν τον ξάφνιαζε, όχι όσο τον ξάφνιαζε η θέα. Κατά κάποιον τρόπο, έτσι ήταν το σωστό: αυτό δεν ήταν μέρος του γνωστού κόσμου. Και για την ώρα δεν είχε καμιά λαχτάρα να μάθει τι ήταν.
Αρκετή ώρα αργότερα κοίταξε γύρω του – και τότε είδε ότι δεν ήταν μόνος του. Λίγα βήματα πιο πέρα ένας άντρας καθόταν πάνω σε μια στρογγυλή πέτρα και κοιτούσε κάτω την κοιλάδα. Ο άντρας φαινόταν απορροφημένος από τη θέα και δεν άκουσε ότι τον πλησίαζε. Ήταν ψηλός και αδύνατος με μαλλιά πορτοκαλί.
Το αγόρι κατευθύνθηκε προς τον άντρα κι όταν εκείνος σήκωσε τα μάτια του, μάτια γκρίζα και ήρεμα, ήξερε ότι ένιωθε το ίδιο πράγμα και ότι θα του μιλούσε όπως ποτέ πουθενά αλλού δεν θα μιλούσε σ’ έναν ξένο.
“Δεν είναι αληθινό, έτσι;” ρώτησε δείχνοντας κάτω.
“Ε, ναι, τώρα είναι” απάντησε ο άντρας.
“Και δεν είναι σκηνικό για ταινία ή κάποιο άλλο παρόμοιο κόλπο;”
“Όχι. Είναι καλοκαιρινό θέρετρο. Μόλις ολοκληρώθηκε. Θ’ ανοίξει σε λίγες εβδομάδες.”
“Ποιος το έχτισε;”
“Εγώ.”
“Πώς σε λένε;”
“Χόουαρντ Ρόαρκ”
“Σ’ ευχαριστώ,” είπε το αγόρι. Ήξερε ότι τα στέρεα μάτια που τον κοίταζαν καταλάβαιναν κάθε τι που αυτές οι δυο λέξεις σκέπαζαν. Ο Χόουαρντ Ρόαρκ έκλινε το κεφάλι του σε επιβεβαίωση.
Με το ποδήλατο πλάι του, το αγόρι κατηφόρισε το στενό μονοπάτι απ’ την πλαγιά του λόφου προς την κοιλάδα και τα σπίτια. Ο Ρόαρκ τον κοιτούσε. Δεν τον είχε δει ποτέ πριν ούτε θα τον έβλεπε ξανά. Δεν ήξερε ότι είχε δώσει σε κάποιον το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή.





A Farewell, by Lord Alfred Tennyson

24 02 2010
IMG_3301

“gold rose” phot@rt by Aeglie

ο αποχαιρετισμός

Κυλάς, κρύο ρυάκι, για τη θάλασσα,
Το τιμητικό σου χαίρε λέει:
Δε θα ‘ναι πια τα βήματά μου πλάι σου
Για πάντα και για πάντα

Κυλάς, αργοκυλάς, μες στα λιβάδια
Ρυάκι κι ύστερα ποτάμι
Πουθενά πια δε θα πηγαίνουμε μαζί
Για πάντα και για πάντα

Μα εδώ θ’ αναστενάζει η σημύδα σου
Κι εδώ η λεύκα σου θα τρέμει
Κι εδώ κοντά σου θα βουίζει η μέλισσα
Για πάντα και για πάντα

Χίλιοι ήλιοι θα χύνονται επάνω σου
Χίλια φεγγάρια θα ριγούν
Μα δε θα ‘ναι τα βήματά μου πλάι σου
Για πάντα και για πάντα

Lord Alfred Tennyson





A Poet To His Beloved, by William Butler Yeats

17 02 2010

ο ποιητής στην αγαπημένη του

“rain on window” phot@rt by Aeglie

Σου φέρνω με χέρια ευλαβικά
Τα βιβλία των αναρίθμητων ονείρων μου
Χλωμή γυναίκα που το πάθος σε ντύνει
Όπως η παλίρροια ντύνει τις ωχρές αμμούδες
Και με καρδιά αρχαιότερη απ’ το κέρας
Που ξεχειλίζει απ’ τη θαμπή φλόγα του καιρού:
Χλωμή γυναίκα με τ’ αναρίθμητα όνειρα
Σου φέρνω τα παθιασμένα μου λόγια

William Butler Yeats