παράξενο;

2 10 2025

Στεκόμουν στη βόρεια είσοδο του Πεδίου του Άρεως, πίσω από τη Γεωγραφική Υπηρεσία. Ένα νεαρό κορίτσι με πλησίασε:

— Τι συμβαίνει; Κάνει κάτι παράξενο;

Ένας άντρας κρατούσε ένα σκίαστρο, καλύπτοντας τα πλαϊνά παράθυρα του αυτοκινήτου. Από μέσα ακουγόταν το κλάμα ενός μωρού.

— Να του μιλήσουμε; της είπα. Με ακολούθησε.

— Καλημέρα. Χρειάζεστε βοήθεια με το μωρό;

— Του κρατάω σκιά.

— Αλλά θα πρέπει να έχετε και κάποιο παράθυρο ανοιχτό.

— Είναι τα μπροστινά. Η μαμά του είναι μέσα.

Ο άντρας απάντησε ήρεμα, χωρίς να ενοχληθεί. Το κλάμα δεν ήταν ανησυχητικό. Αποχωρήσαμε.

Ευχαρίστησα το κορίτσι.

— Ίσως να μην τολμούσα να του μιλήσω μόνη μου.

— Better safe than sorry, μου απάντησε.

Πόσο αγαπώ αυτούς τους νέους. Έχουν την αγγλική γλώσσα στο στόμα με φυσικότητα, και την προθυμία στην καρδιά με γενναιοδωρία.

ΥΓ: [1] Το περιστατικο συνέβη χτες [2] Η εικόνα είναι κατασκεύασμα της τεχνητής νοημοσύνης [αυτή με τον κότσο είμαι εγώ;]





αλεξήλιον

24 07 2025
“my friend sun” phot@rt by Aeglie

Χτες, βγήκα τις ζεστές ώρες, με το παρασόλι μου

Το φόρεσα για πρώτη φορά

Ούτε που θυμάμαι πότε και πώς έχει έρθει στα χέρια μου

Το έχω, όμως, πολλά χρόνια και πολλές φορές έχω σκεφτεί να το προσφέρω σε κάποιο bazaar

Καθώς βάδιζα, παρατήρησα ένα μικρό παιδί ν’ απαιτεί κάτι από τον μπαμπά του

Πλησιάζοντας, διέκρινα ότι του μιλούσε σ’ έναν τόνο ανάμεσα στην απαίτηση και την παράκληση

Πρέπει ν’ άρχιζε να σχηματίζεται στο πρόσωπό μου ένα μειδίαμα, καθώς κοιτούσα την επίμονη μικρή και μάλλον αυτό ενθάρρυνε τον μπαμπά της να με ρωτήσει

Αυτό του ζητούσε λοιπόν:

Να μάθει πού μπορούσε να βρει αυτήν την ωραία ομπρέλα ν’ αποκτήσει!





γίνου καλό παιδί, αν τολμάς

22 09 2024

πρώτη δημοσίευση στην παιδική εφημερίδα KidsNewsLetter

[μια μικρή ιστορία, για ένα πραγματικό περιστατικό]

Είναι Παρασκευή, 22 Μαρτίου. Τα σχολεία είχαν γιορτή το πρωί. Τώρα τα παιδιά – δεν έχουν διάβασμα, σήμερα – μαζεύονται παρέες σε διάφορες γωνιές της γειτονιάς.

Βγαίνω κι εγώ για τον περίπατό μου. Έχω εγκαταστήσει αυτήν την ωραία συνήθεια: περπατώ, μια ώρα το πρωί και μια ώρα το βράδυ.

Ενώ βαδίζω έξω από το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, παρατηρώ μια ομάδα αγοριών. Δεν μπορείς να μην τους παρατήρησεις. Γίνεται μια μικρή φασαρία εκεί. Δηλαδή, όχι και τόσο μικρή.

Φαίνεται οι τρεις να τα έχουν βάλει με έναν. Εκείνος φωνάζει και χειρονομεί. Σαν για να διεκδικήσει το δίκιο του, ίσως;

Πλησιάζω εγώ. Δεν μπορώ να αποφύγω να προσεγγίσω το περιστατικό. Αλλά ούτε θέλω. Και στο απέναντι πεζοδρόμιο να περπατούσα, που είναι και η νησίδα στη μέση, θα ερχόμουν κοντά στα παιδιά, να δω τι συμβαίνει.

Επιβραδύνω και βγάζω το κινητό, τάχα να διαβάζω, για να δω μήπως χρειάζεται εδώ η παρέμβαση κάποιου ενήλικα.

– Και σεις θα με δεχτείτε όπως είμαι, φωνάζει το αγόρι, που στέκεται, μόνο του, απέναντι στους άλλους.

Καθώς φτάνω στο πλάι τους, ο πιο μικρόσωμος από τους τρεις κάνει μισό διστακτικό βήμα μπροστά και λέει ήσυχα και σταθερά:

– Εμείς, Γιάννη, έχουμε συζητήσει κι έχουμε συμφωνήσει και κάνουμε παρέα με τα καλά παιδιά.

Για μια στιγμή, η σιωπή είναι τόσο ισχυρή που, νομίζω, ότι έχω σταματήσει ν’ ακούω το βήμα μου. Την επόμενη στιγμή, ο Γιάννης απομακρύνεται με θόρυβο, σωματικό και λεκτικό. Κλωτσά τον δρόμο και γρονθοκοπά τον αέρα και ξεστομίζει πράγματα που δεν λέγονται.

Εγώ συνεχίζω. Πηγαίνω τον περίπατό μου. Αλλά αυτός ο ασυνήθιστος διάλογος δεν έχει μείνει εκεί, στο πεζοδρόμιο, έξω από το σχολείο, ανάμεσα στα παιδιά. Όχι. Έχει έρθει μαζί μου. Έχει θρονιαστεί μες στο κεφάλι μου.

Πώς και μου φάνηκε ότι είχε δίκιο ο ένας; Επειδή φώναζε; Κι όμως τα άλλα παιδιά είχαν κάθε δικαίωμα να μην θέλουν ένα κακοποιητικό στοιχείο στην παρέα τους.

Αλλά μπορεί να είχε δίκιο και ο Γιάννης. Ναι. Όχι γι’ αυτό που ζητούσε από τα παιδιά: να τον δεχτούν όπως είναι, να θυμώνει και να βρίζει και να χτυπά. Όχι. Για κάτι άλλο. Ναι. Για κάτι που μάλλον ζητούσε από τον εαυτό του: να γίνει κι αυτός ένα καλό παιδί. Ναι. Να γίνει το καλό παιδί που είναι.

Ίσως, μια μέρα, να γράψω μια μεγαλύτερη ιστορία με αφορμή αυτό το γεγονός. Και τότε ο τίτλος της θα είναι: “γίνου καλό παιδί, αν σε αγαπάς πολύ”





οι χορδές της δημιουργίας

21 02 2021

August Rush [Η μελωδία της καρδιάς]

Ευχαριστώ, ευγνωμονώ και διευρύνω τους διαύλους της ευροής όλων των ωραίων δώρων.

Ένα από τα θαυμαστά δώρα, που τόσο πλουσιοπάροχα μου προσφέρονται διαρκώς, ήρθε μέσω της Λιάλιας, αγαπημένης φίλης και συμμαθήτριας στην τέχνη ευαειζωίας “εύΧρηστος δημιουργός λόγος” την τέταρτη μόλις ημέρα αυτού του χρόνου. Κι ακόμα σήμερα, αυτό το δώρο μου προσφέρει το θαύμα του. Παρακολουθώ για τρίτη φορά αυτήν την ταινία και επιθυμώ να γράψω ένα κείμενο, ώστε να παρουσιάσω κάποιες σκέψεις που αφυπνίζει και πληροφορίες που φωτίζει.

Όταν, για πρώτη φορά, άνοιξα τον σύνδεσμο και είδα τη φωτογραφία εξωφύλλου, στάθηκα αρκετά λεπτά κοιτάζοντας και παρατηρώντας, στην συνάντηση αυτών των βλεμμάτων, αυτό που γνώριζα ότι είναι η σχέση πατέρα και γιου. Σκέφτηκα: και κρατούν στα χέρια τους τις χορδές της δημιουργίας.

Η ταινία αρχίζει σε νυχτερινή οθόνη και, ενώ μας παρουσιάζει γράμμα και συλλαβή τους συντελεστές, μας αφήνει ν’ ακούσουμε τη φωνή του πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι ένα νεαρό αγόρι. Καθώς μιλάει για τη μουσική, χρώματα παίζουν σε τροχιές στην οθόνη. Έως ότου εκφέρει τη λέξη φως. “Όπως τα πουλιά γεννούν τον ήλιο” μου θυμίζει τον τίτλο μιας καναδικής ιστορίας που έχω μεταφράσει περί τα δεκατρία χρόνια πριν, μόλις βγήκα απ’ τη σχολή. Έτσι, με το τραγούδι του, ο άνθρωπος, με τον κελαηδισμό του, με το λόγο του, διαρρηγνύει τη νύχτα και χαράζει με κάθε λέξη του το φως και φέρνει την ημέρα στην ιστορία του κόσμου.

Ο πρωταγωνιστής μας, ελεύθερος μέσα σ’ ένα γαλήνιο, φιλικό, φυσικό περιβάλλον, λίγο μακριά από ένα λευκό σπίτι, απολαμβάνει τη μουσική που ακούει γύρω του και μας προτρέπει ν’ ανοίξουμε τον εαυτό μας, για ν’ ακούσουμε κι εμείς. Αλλά, μόλις στο δεύτερο λεπτό, η ταινία μας παρουσιάζει το, κάθε άλλο παρά ειρηνικό, ορφανοτροφείο στο οποίο μεγαλώνει. Για ένα λεπτό, εκείνος είναι μόνος του και, μας βεβαιώνει, τότε ακούει τη μουσική ν’ αναβλύζει από μέσα του. Και μας μιλά για την επιθυμία του να μάθει να παίζει μουσική για να τον ακούσουν και να τον βρουν εκείνοι στους οποίους ανήκει. Στο επόμενο, βρίσκεται αναγκασμένος ν’ αρνηθεί τη μουσική που ακούει και την ύπαρξη των γονιών που αναζητά.

Ωστόσο, η σοφή ματιά της σκηνοθέτιδας δεν τον αφήνει να προδώσει τον εαυτό του. Ένας φίλος του είναι εκεί για να βεβαιώσει τους νταήδες για εκείνο που απαιτούν ν’ ακούσουν. Έτσι το νεαρό αγόρι έχει βρει ακόμη μια ευκαιρία να επιβεβαιώσει την αλήθεια του στον εαυτό του.

Ο Έβαν αναζητά τους γονείς του μες στη φαντασία του και η αφήγηση, τώρα, μας τους παρουσιάζει σ’ έναν διάλογο των διαφορετικών ειδών μουσικής που οι δυό τους ακολουθούν, κατόπιν στο σμίξιμό τους σ’ έναν ερωτικό χορό λουσμένον στο φως ολόγιομου φεγγαριού – πάνω σε μια φιλόξενη ταράτσα, πλάι στη φωτισμένη αψίδα, στο Washington Square Park, Manhattan, New York – και, τέλος, τον άμεσο κι αθέλητο χωρισμό τους.

Η ταινία μας πληροφορεί για την ηλικία του ήρωά μας, βρίσκεται στην πρώιμη εφηβεία, εκεί που κάθε άνθρωπος αρχίζει να νιώθει τις δυνάμεις του και αποκτά εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ο Έβαν αφήνει πίσω του το ορφανοτροφείο και βαδίζει στους δρόμους του Μανχάτταν. Εκεί συναντά τον Μάγο, ο οποίος τον ρωτά ποια είναι η επιθυμία του: να με βρουν, απαντά το αγόρι.

Σε αυτό το σημείο σταμάτησα την ταινία την πρώτη φορά, για να επιτρέψω χώρο στις σκέψεις μου. Να μας βρουν γυρεύουμε όλοι. Να μας βρει κάποιος ή να βρούμε κάποιον με τον οποίον να νιώσουμε ότι εδώ ανήκουμε. Για ν’ αγαπηθούμε και ν’ αγαπήσουμε, για να μοιραστούμε τη χαρά της ζωής και για να δημιουργήσουμε. Να βρούμε τον εαυτό μας, λέμε κάποτε.

Ο Έβαν συνεχίζει ν’ ακολουθεί τη μουσική που ακούει κι εκείνη τον οδηγεί στο Julliard Music School. Η βαθιά και γνήσια επιθυμία της καρδιάς του, η αυθεντική και ελεύθερη βούλησή του βρίσκεται τώρα στην τελική ευθεία υλοποίησης. Μαθαίνει μουσική, για να παίξει μουσική, για ν’ ακούσουν οι γονείς του, να σμίξουν και να έρθουν να τον βρουν.

Αυτός, σκέφτομαι, πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίο κάθε ον, που επιθυμεί να προσφέρει στον εαυτό του τη βίωση, ενώνει έναν άντρα και μια γυναίκα για να γεννηθεί μέσα τους και να μεγαλώσει ανάμεσά τους. Αυτό έκανε ο Έβαν και την πρώτη φορά, πριν γεννηθεί, εκεί επάνω στην ταράτσα με φόντο την αψίδα κάτω απ’ το πανσέληνο φως. Τότε είχε βάλει έναν διαβάτη να παίζει στην κιθάρα του το Moondance και τον πατέρα που είχε επιλέξει να το τραγουδά στη μητέρα.

Καθώς ο Έβαν συνθέτει τη μουσική του και την παρουσιάζει στο σχολείο του και την κάνει πρόβα με την ορχήστρα για το επικείμενο ανοιξιάτικο κονσέρτο στο Central Park, οι γονείς του ξεκινούν από τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη στα οποία βρίσκονταν, αναζητώντας ο ένας τον άλλον και αναζητώντας εκείνον. Εκείνον που παίζει αυτή τη μουσική που ακούει, για την ώρα, η καρδιά τους και τους θυμίζει τη θαυματουργή τους ένωση.

Η ώρα έχει φτάσει. Όλοι είναι εκεί. Το παιδί διευθύνει την ορχήστρα που παίζει τη μουσική του. Οι γονείς, ενώ απομακρύνονταν, επιστρέφουν. Ακούν προσεκτικά τη μουσική που γνωρίζουν μέσα τους. Αφήνουν τη μουσική να οδηγήσει τα βήματά τους. Πλησιάζουν. Ανταμώνουν. Αναγνωρίζουν το παιδί, στο οποίο ανήκουν. Εισέρχονται ενσυνείδήτα μες στο ον, μες στο είναι τους.





τι είναι η χαρά;

22 12 2020
“enjoy flowerself” phot@rt by Aeglie

Τι είναι για σένα τα Χριστούγεννα;

Ρώτησα τους συμμαθητές μου κατά την τηλεγιορτή, εχθές

Στην Ακαδημία της Τέχνης ΕυΑειΖωίας “εύΧρηστος δημιουργός λόγος”

με ελευθερία και ευθύνη

Τι είναι τα Χριστούγεννα για σένα;

Είναι η γέννηση, η γιορτή, η θρέψη, η λάμψη, η οικογένεια, η προσφορά

Είναι τα δώρα, χρυσοτυλιγμένα κάτω από το δέντρο, όταν ήμαστε παιδιά

Τι είναι τα Χριστούγεννα;

Είναι μια μέρα γιορτής, όπως είναι κάθε μέρα η ζωή

Αρκεί, η χαρά να ευανθεί ελεύθερη μες στην καρδιά

Είναι γιορτή, τα παιδιά παίρνουν τα δώρα τους

Είναι η ορισμένη ημέρα το χρόνο, για να πάρει το παιδί ό,τι έχει βουληθεί

Από κάποιον παππού, που έρχεται από μακριά, από τους παραμυθένιους κόσμους

Ξυπνάω το παιδί εντός μου και το σηκώνω όρθιο

Καθόμαστε μαζί στο τραπέζι μ’ ένα ποτήρι γάλα στο χέρι

Ανάμεσά μας ένα πιάτο μικρά γλυκά ψωμάκια

Του ζητώ να μου αφηγηθεί το όνειρό του

Και τώρα, λέω, ας το καλέσουμε να ζήσει

Κι αρχίζει, αίφνης, η ζωή να ξετυλίγει

Δώρα, παιχνίδια, ονειρεμένα οράματα

Φανερώνεται εμπρός μας όλη η φαντασία

Και πώς χαίρονται να παίζουν μεταξύ τους

Παίζουν τα όνειρά τους, ώστε να τα ζήσουν

Παίζουν τη θεμέλια χαρά της εκπλήρωσης

Κι η χαρά γεννά χαρά, χαρά θρέφει την ύπαρξη





ίμερος ποίησης

21 03 2020

άνοιξη [άκου, οι λέξεις ησυχάζουν]





είσαι έτοιμη

24 12 2019

ετοιμη

“guide me up” phot@rt by Aeglie

Ήταν ένα παιδί μια φορά, μακριά, σε τόπους άλλους και καιρούς που είναι κρυμμένοι. Ένα μικρό, λυγερό κι ευκίνητο παιδί. Ζούσε βαθιά μες στην καρδιά του μεγάλου δάσους. Το φιλοξενούσε η αρχαία ελιά. Του είχε πλέξει ένα σπίτι στα πιο ψηλά κλαδιά της με αργυροπράσινα φύλλα. Κάθε πρωί ξυπνούσε και καλημέριζε όλον τον κόσμο γύρω, ως πολύ μακριά όσο έβλεπε το δάσος και τον κάμπο και την θάλασσα και την άκρη του ορίζοντα.

Κατέβαινε αλαφροπατώντας από κλαδί σε κλαδί κι έτρωγε μέλι από τις μέλισσες που φιλοξενούσε η ελιά μέσα στον κορμό της χαμηλά. Ύστερα πήγαινε χορεύοντας ως την πηγή και ξεδιψούσε στο κρυστάλλινο νερό της που τραγουδούσε αδιάκοπα τη ζωή. Όλη μέρα τριγυρνούσε κι έπαιζε ευτυχισμένο με τα ζώα και τα πουλιά και τα φυτά που κατοικούσαν το δάσος.

Ως το φθινόπωρο. Τότε άφηνε τη θλίψη να το καλύψει, όπως έκανε κι όλη η φύση. Μάζευε τα φύλλα και τα κλαδιά που μαραίνονταν και έφτιαχνε το χειμερινό του καταφύγιο στη σπηλιά μέσα στο βράχο που κρυβόταν πίσω από τον καταρράκτη. Αποθήκευε τους καρπούς που πρόσφεραν τα δέντρα και περνούσε την ώρα του παίζοντας μελαγχολικές τρυφερές μελωδίες στο μικρό του φλάουτο.

Όταν ο χειμώνας γινόταν τρυφερός και χάριζε στο δάσος κάποιο ζεστό μεσημέρι, το παιδί έβγαινε και χόρευε και τραγουδούσε, να δώσει χαρά στα δέντρα, κυρίως σ’ εκείνα που έστεκαν γυμνά περιμένοντας την άνοιξη. Ένα τέτοιο μεσημέρι ήταν, που άκουσε απ’ την αρχαία λεύκα τα βλασταράκια ν’ αγωνίζονται να διαρρήξουν την φλούδα του κορμού της για να βγουν στον ήλιο. Μόλις είχε έρθει πάλι η άνοιξη.

Αλλ’ αυτή ήταν μια διαφορετική άνοιξη. Ένα πρωί, λίγες μέρες αργότερα, άκουσε ανθρώπινες φωνές από μακριά. Παιδικές φωνές. Ναι, ήταν παιδιά και, μπορούσες να πεις, στη φωνή τους φαινόταν κάποια αγωνία, αν και από μακριά ακούγονταν.

“Είναι στα σύνορα,” είπε ο άνεμος. “Ψάχνουν διέξοδο. Αποφάσισαν να μετακινηθούν από το παρόν και να επιτρέψουν το μέλλον. Αλλά βλέπουν μόνο το παρελθόν. Πήγαινε να τους δείξεις τον δρόμο. Είσαι έτοιμη.”

Πράγματι, ήταν. Υπήρχαν πράγματα που δεν είχε γνωρίσει, ωστόσο μόλις είχε συνομιλήσει στην γλώσσα του ανέμου. Έγινε ελαφριά και τον άφησε να την οδηγήσει στα σύνορα. Ήταν ώρα να ξεναγήσει κι άλλα παιδιά στο φιλόξενο δάσος.





εύΧρηστος τρόπος ζωής

24 02 2019

img_2731.jpg

“life rainbow” phot@rt by Aeglie

Η χαρά του εθελοντή είναι πικρή, ανθίζει στο περιθώριο της δυσχέρειας του συνανθρώπου και ποτίζεται από την πληγή. Είναι όμως βαθιά και ουσιαστική. Βρίσκεσαι εκεί έξω, μέσα στη δίνη της πραγματικότητας και συμμετέχεις στην προσπάθεια να γιατρευτεί η πληγή του όντος που ονομάζεται ανθρωπότητα. Ανακαλύπτεις ότι μπορείς στ’ αλήθεια να κάνεις κάτι για ν’ ανακουφίσεις τον πόνο του διπλανού σου. Και τότε αντιλαμβάνεσαι ότι κι εκείνος σε βοηθά. Βοηθά να ξυπνήσει μέσα σου ο θαυμασμός, για το μεγαλείο του όντος που είναι ο άνθρωπος. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι πλάσμα, αλλά είναι ον. Και ως ον έχει τις δυνάμεις στην υποταγή της βούλησής του. Αλλά πρώτα πρέπει να εργαστεί για ν’ αφυπνίσει τη βούλησή του. Το εργαλείο γι’ αυτήν την εργασία είναι ο λόγος.
Και ο λόγος, με τον οποίο περιγράφουμε τον κόσμο συνηθίζει να λέει ότι πρέπει να βοηθούμε αυτούς που δεν μπορούν και να δίνουμε σε αυτούς που δεν έχουν. Έτσι κι εγώ μια μέρα, που σκέφτηκα ότι δεν έχω κάνει αρκετά για ν’ αλλάξει αυτός ο κόσμος, ξεκίνησα τον εθελοντισμό. Και ήταν βαθιά η επιθυμία μου να προσφέρω. Ωστόσο, σύντομα κατανόησα ότι όσο υπάρχει εκείνος που έχει την ευχέρεια και μπορεί να προσφέρει χρειάζεται εκείνον που βρίσκεται σε δυσχέρεια για να μπορεί να δέχεται.
Τότε άλλαξα τον λόγο με τον οποίο περιγράφω τον εθελοντισμό. Εργάζομαι εθελοντικά από τη βαθιά μου επιθυμία να μοιράζομαι. Έτσι, τώρα, που ο εθελοντισμός έχει γίνει τρόπος ζωής και συχνά πυκνά λειτουργώ εκτός φορέων, κάθε φορά που φτάνει στα χέρια μου κάτι το οποίο γνωρίζω ποιος το χρειάζεται, τον επισκέπτομαι. Τον επισκέπτομαι ως φίλο. Με γεμάτα χέρια πηγαίνουμε στους φίλους μας. Και καθόμαστε και μαγειρεύουμε μαζί τους. Και τρώμε όλοι μαζί. Και κάνουμε παρέα με τα παιδιά τους. Και τα ρωτάμε αν θέλουν λίγο βοήθεια με τα μαθήματα. Και το κάνω όλο αυτό με τη βαθιά πεποίθηση ότι είμαστε ακριβώς το ίδιο. Είμαστε όλοι άνθρωποι. Δεν μας ανήκει κάτι, ούτε πράγμα ούτε πλάσμα. Μας ανήκουν μόνο οι δυνάμεις μας, όταν είμαστε σε θέση να τις χρησιμοποιήσουμε.
Και χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου: τον εύΧρηστο δημιουργό λόγο. Απευθύνομαι στους φίλους μου, μεγαλόφωνα όταν η συνθήκη μου το επιτρέπει, μέσα στην καρδιά μου στη σιωπή άλλοτε: είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος, άξιος, ικανός, θαυμαστός και θαυματουργός. Οι πρώτοι χαμογελούν ντροπαλά και αφήνονται να τους αγκαλιάσω. Οι δεύτεροι – εκείνοι που συναντώ στο δρόμο, ανεξάρτητα από το αν θα τους αφήσω ένα κέρμα ή ένα κουλούρι στο χέρι ή απλώς θα περάσω τάχα αδιάφορα πλάι τους – ακούν μες στο νου τους το ίχνος από αυτά τα λόγια και ανάβει εκείνη η σπίθα στα μάτια τους.
Πρόσφατα, άρχισα να εκπαιδεύω τους φίλους μου στην τέχνη του εύΧρηστου δημιουργού λόγου. Στην αρχή δυσανασχέτησαν και μάλιστα ένιωσαν λίγο σαν να τους περιπαίζω. Ευγενικά και υπομονετικά, επέμεινα. Και ήρθαν τα αποτελέσματα. Από τα παιδιά πρώτα. Όταν εκπαιδεύεις ένα παιδί να απευθύνεται στον εαυτό του, λέγοντας “είμαι ένας υπέροχος άνθρωπος, θαυμαστός και άξιος και μπορώ να κάνω καταπληκτικά πράγματα σήμερα” γυρίζει από το σχολείο με χαρά, γιατί τα έχει καταφέρει και στο μάθημα και στο διάλειμμα.




πρόσφυγες

21 08 2015

Πρώτα είδα τα δυο μικρά παιδιά να παίζουν κρυφτό,
ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα
Μέσα στο κέντρο της πόλης;
Τόσο νωρίς το πρωί;
Ύστερα, μεγαλύτερα και μικρότερα παιδιά κι ενήλικες μαζεμένοι όλοι μαζί έξω από ένα ταξιδιωτικό γραφείο – δεν το είχα προσέξει πριν, και βαδίζω χρόνια τώρα κάθε εργάσιμη μέρα αυτή τη διαδρομή
Είπα να κατέβω από το πεζοδρόμιο – αλλά όχι
Αποφάσισα να περπατήσω ανάμεσά τους

Επειδή νιώθω τα συναισθήματα των ανθρώπων στην αφή:
Ακουμπούν επάνω στο δέρμα μου
Κάποτε αυτό ήταν βάρος, φορτίο κι ευαισθησία ανεπιθύμητη
Έως ότου αποδέχθηκα το χάρισμα

Είναι ευτυχείς
Με μια πίκρα βαθιά και βαριά γεμάτα τα σπλάχνα
Δεν έχουν δικαίωμα να κοιτάξουν πίσω
Και το μέλλον είναι αόρατο
Ως να το αντλήσουν
Καθώς πηγάζει από μέσα τους





η μαγεία του τραγουδιού

27 04 2013

Έχω συχνά παρατηρήσει τη θαυμαστή και ευεργετική θεραπευτική δράση αυτού εδώ του τραγουδιού

Μπουμ, μπουμ, μπουμ. Κάθε μπουμ και μια γροθιά στον αέρα. Ενώ τα χέρια του πριν δυο στιγμές κρατούσαν τις αλυσίδες της κούνιας. Και τινάζεται στο κάθισμά του. Και πηγαίνει ψηλά. Τα χοντρά ξύλα τρέμουν και τα καρφιά που τα δένουν τρίζουν.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στο μύλο
σ’ έχω κάνει τώρα φίλο
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Είναι νωρίς. Λίγος κόσμος στην αυλή. Ένα μικρό παιδί στην τσουλήθρα. Κοντά, ο πατέρας και η φροντίδα του. Η ένταση στην κούνια μειώνεται. Το ένα χέρι πάλι στην αλυσίδα. Το άλλο χτυπά ακόμα τον αέρα. Και τα μπουμ πνίγονται μες στο στόμα.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στ’ αυλάκι
θα σου δώσω και φιλάκι
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Ο μικρός, στον οποίο κρατάω συντροφιά αυτό το πρωινό, έχει έρθει απ’ τον πόλεμο. Την ίδια ώρα που εγώ ακούω τα  πουλιά, εκείνος ακούει πολυβολισμούς. Την ίδια ώρα που εγώ βλέπω ανθισμένα παρτέρια, εκείνος βλέπει γκρεμισμένα σπίτια.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στον κόσμο
μέντα, ρίγανη και δυόσμο
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Έχω διαπιστώσει τη μαγεία αυτού του τραγουδιού και άλλοτε. Το αγαπούν τα παιδιά. Κάθομαι στο πεζούλι πίσω από τις κούνιες και σιγοτραγουδώ πάνω σ’ αυτό το σκοπό. Σε λίγα λεπτά, η κούνια έχει χαμηλώσει, ίσα που λικνίζεται.
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό στο δρόμο
και γιατρεύει κάθε πόνο
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Η άλλη κούνια παραμένει άδεια. Κάθομαι πλάι στο επτάχρονο αγόρι. Απλώνω το χέρι μου. Δίνει το δικό του. Λικνιζόμαστε έτσι μαζί για λίγο. Παίζει το χέρι του μες στη χούφτα μου. Χαλαρώνω: μπορεί να θέλει να το πάρει. Όχι ακόμα.
τρέχει φεύγει πέφτει το νερό στη λίμνη
λευτεριά, γιορτή, ειρήνη
τρέχει τρέχει τρέχει το νερό
Σηκώνω το κεφάλι ψηλά, τα μάτια μου στον ήλιο. Τα κλείνω. Νιώθω τη ζεστασιά του στο πρόσωπό μου. Τη ζεστασιά του χεριού του μικρού αγοριού στο δικό μου χέρι. Γυρίζω σ’ εκείνον. Χαμογελάμε μαζί. Θέλεις να σε κουνήσω πάλι; Ναι.