the woman who talked to fear

7 02 2011
light on the rocks

“blooming on the rocks” phot@rt by Aeglie

«A vagrant, that’s what it is; a beggar,» the woman who talked to fear said calmly.

I have met her that very morning at the school gate. “Keep your mind free from fear,” she said to her kids and she smiled at my surprised look. She introduced herself to me and she invited me to her place on the afternoon.

«It comes on the threshold of the mind and it begs for its coin: our subjugation.
«It comes covered into advising recipes. “Watch it!” is the phrase consisting in its fundamental, misleading ingredient.
«It comes, a small and faint thing, just a little shadow; it’s fed on agony, worry, exertion, pain, travail. It weights, day by day, it thickens, expands and spreads; it conquers.»

She poured out fresh lemonade to glasses.

«I have had it in for a long time. It had settled into my rooms. My loved place had been withered under its darkness.
«And then, there came a morning, when I resolved on quitting trouble. It went hungry that day long. Next morning, my mind was clear. I had still had it in, though. Before it goes back to nothingness from where it came, it tried to move me to pity. But, as I had resolutely quit misery, it couldn’t persuade me to feel sorry for it. Instead, it moved me to curiosity. Or, maybe, what I only wished was to listen to a good story – just for fun.»

She brought a bowl from the kitchen and she filled it with apricots from a tree of her garden laden with golden, thick, and juicy fruit.

«It does not exist. This is the truth of it: it doesn’t exist. It admitted this to me. It’s a delusion. A delusion made by an ancient error, grown into some ancient dark gap, back in the very beginning of the world; and it sips life. This life it sips is of no use of it; it doesn’t belong to it. It couldn’t have its own life, either; since it isn’t created. In order to keep itself busy and feel somehow useful, these are its own words, it disuses creatures’ life. Humanity lives a life of imperfection and malady because people feed the delusion of fear.»

She reached up to the blossomed apple tree, it have had us under its cool shade, and said, “you, my dear, do know what I’d love to have right now.” After a few fractions of a second a red, plump apple was in her handful.

«It only takes to let it go hungry,» she winded up; and she bit the crisp fruit.

greek version





η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο

7 02 2011

«Ένας πλάνης, αυτό είναι, ένας ζητιάνος,» έλεγε ήσυχα η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο.

Την είχα συναντήσει το πρωί στην πόρτα του σχολείου. “Το νου σας μακριά από φόβο,” είπε στα παιδιά της και χαμογέλασε στην έκπληκτη όψη μου. Συστήθηκε και με προσκάλεσε σπίτι της το απόγευμα.

«Έρχεται στο κατώφλι του νου και ζητιανεύει τον οβολό του: την υποταγή μας.
«Έρχεται κρυμμένος μέσα σε παραινετικές συνταγές. “Πρόσεχε!” είναι η λέξη που αποτελεί το θεμελιώδες, παραπλανητικό συστατικό του.
«Έρχεται, μικρούλης κι ασθενικός, μια τόση δα σκιά – και θρέφεται με την αγωνία, την έγνοια, τον κόπο, τον πόνο, το μόχθο. Μέρα τη μέρα αυξάνει και διογκώνεται, επεκτείνεται κι εξαπλώνεται, καταλαμβάνει.»

Γέμισε τα ποτήρια δροσερή λεμονάδα.

«Τον φιλοξένησα πολύ καιρό. Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στους χώρους μου. Ο αγαπημένος μου τόπος μαραινόταν μες στη σκοτεινιά του.
«Αίφνης, ένα πρωί, αποφάσισα να παραιτηθώ από τις σκοτούρες. Έμεινε νηστικός όλη τη μέρα. Το άλλο πρωί, ο νους μου είχε ξαστερώσει. Ωστόσο, τον φιλοξενούσα ακόμα. Πριν επιστρέψει στην ανυπαρξία, απ’ όπου είχε έρθει, προσπάθησε να παρακινήσει τον οίκτο μου. Μα είχα αποφασιστικά παραιτηθεί από τα βάσανα και δεν τα κατάφερε να με πείσει να τον λυπηθώ. Κίνησε, όμως, την περιέργειά μου. Ή, ίσως, ήθελα μόνο ν’ ακούσω μια καλή ιστορία – έτσι, για διασκέδαση.»

Έφερε ένα μπολ από την κουζίνα και το γέμισε βερύκοκα, από ένα δέντρο στην αυλή της φορτωμένο με χρυσαφένια, παχουλά, ζουμερά φρούτα.

«Δεν υπάρχει. Αυτή είναι η αλήθεια του: δεν υπάρχει. Μου το ομολόγησε ο ίδιος. Είναι μία πλάνη. Μια πλάνη που προκλήθηκε από ένα αρχαίο λάθος, αναπτύχθηκε μέσα σε κάποιο αρχαίο σκοτεινό κενό, πολύ παλιά, στην αρχή του κόσμου – και ρουφάει ζωή. Η ζωή αυτή του είναι άχρηστη, αφού δεν είναι δική του. Ούτε μπορεί να έχει δική του ζωή, αφού δεν έχει δημιουργηθεί. Για να διατηρείται απασχολημένος και να νιώθει χρήσιμος, είναι τα δικά του λόγια, αχρηστεύει τη ζωή των όντων. Η ανθρωπότητα διάγει το βίο της μέσα στην ατέλεια και την ασθένεια, γιατί οι άνθρωποι θρέφουν την πλάνη του φόβου.»

Άπλωσε το χέρι της στην ανθισμένη μηλιά, που μας φιλοξενούσε στη δροσιά της – και είπε, “εσύ, αγαπητή μου, σίγουρα ξέρεις τι θα ‘θελα τώρα πιο πολύ.” Σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ένα κόκκινο, στρογγυλό, λαμπερό μήλο γέμισε τη χούφτα της.

«Αρκεί να τον αφήσεις νηστικό,» κατέληξε – και δάγκωσε το τραγανό φρούτο.

english version

συμμετοχή στην ημέρα υπέρ της απελευθέρωσης από το φόβο





your eyes’ light on

13 01 2011
your eyes' light on

“blue night” phot@rt by Aeglie

See the night:
how it’s growing denser all around!
It surrounds us with close wet woven nets;
it hides the way.
You don’t even have the right of spending energy – hard times.
You’re forced to drive with your low beams
– on slow speed, as well –
since the road’s hidden deep into the heavy rain of dark forecasts.
And, there comes a moment, when you can see the light of your eyes.
You shed it on ahead with all of your heart;
you break the weft of fear.
With your new sight now, you speed up as you will.
The companion says “slow down, I cannot see my step.”
“Shed your eyes’ light over ahead,” you encourage him.
And, as long as he seeks it inside him, you describe the magic of a night ride;
and, you promise, you go straight ahead beyond dawn,
together._

greek version





το φως των ματιών σου

3 01 2011
together

“together” phot@rt by Aeglie

Κοίτα η νύχτα πώς πυκνώνει γύρω
Τυλίγει υγρά δίχτυα πιο κοντά όλο και πιο κοντά μας
Κρύβει την πορεία
Ούτε έχεις δικαίωμα – σε τέτοιους καιρούς – να ξοδέψεις ενέργεια
Υποχρεώνεσαι να οδηγείς με χαμηλά φώτα
Χαμηλές ταχύτητες, επίσης
Αφού ο δρόμος είναι κρυμμένος μέσα στη βροχή των ζοφερών προγνώσεων
Και τότε ανακαλύπτεις το φως των ματιών σου
Το ρίχνεις μπροστά με όλη τη δύναμη της καρδιάς σου
Διαρρηγνύεις το υφάδι του φόβου
Με καινούργια ματιά, αναπτύσσεις τη δική σου ταχύτητα
Ο συνοδοιπόρος λέει ‘πιο σιγά, δε βλέπω’
‘Ρίξε εμπρός το φως των ματιών σου’ τον προτρέπεις
Κι ως να το βρει εντός του, περιγράφεις τη μαγεία της νυχτερινής διαδρομής
Και υπόσχεσαι ότι θα βγείτε κατευθείαν στην αυγή
Μαζί

english version





κάστανα και πορτοκάλι

29 11 2010
wet reflection

“wet reflection” phot@rt by Aeglie

Διάφανο απόγευμα στην άκρη του καιρού

Βγαίνουμε απ’ τη θάλασσα και κρατάμε την αλμύρα επάνω μας

Η νύχτα φτάνει νωρίς

Ο χειμώνας δεν έρχεται

Φέρνεις τα ξύλα

Απόψε θ’ ανάψει στο σπίτι η πρώτη φωτιά

Παράθυρα ανοιχτά

Το κρύο δεν είναι επικίνδυνο, λες, ο φόβος είναι ο κίνδυνος

Ψήνεις τα κάστανα και βγαίνεις να τ’ αφήσεις στα παιδιά

Τα παιδιά είναι πάντα εκεί στην ώρα τους χωρίς ίχνος παρουσίας

Όλη τη μέρα αδέσποτα

Το βράδυ σκαρφαλώνουν αθόρυβα τα δέντρα στο μικρό μας πάρκο

Δε φοβούνται τις σκιές

Μένουν σιωπηλά για ν’ ακούν τους ψιθύρους που σεργιανίζουν το έδαφος

Δεν έχουν φάει τίποτα

Ούτε πεινούν

Τρώνε τα κάστανα σαν να ήταν μέρος ενός παιχνιδιού

Επιστρέφεις

Μοιραζόμαστε ένα πορτοκάλι

Ας μην κρυβόμαστε απ’ το φως της νύχτας, λες – και πλαγιάζεις πλάι μου

Τα παιδιά αγρυπνούν: είναι μέρος του παιχνιδιού

Κι όταν σιγουρευτούν ότι μας πήρε ο ύπνος πλησιάζουν

Το πρωί τα βρίσκουμε να ευλογούν τα όνειρά τους γύρω απ’ τη σβησμένη πια φωτιά της νύχτας μας

Μάταια φοβόμαστε να τα ξυπνήσουμε

Σηκώνονται και μας δίνουν το χέρι

Το βήμα μας μπαίνει στο αύριο

Και αυτό δεν είναι αναπόφευκτο





κάνε κάτι για σένα

22 09 2010

όπως δημοσιεύθηκε στην παιδική εφημερίδα KidsNewsLetterασκήσειςΘάρρους

Η κρίση είναι μια μεταμφιεσμένη ευκαιρία, λένε εδώ και καιρό οι τίτλοι και οι υπότιτλοι των προγραμμάτων εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις. Ο λόγος αποδίδεται στην κινέζικη σοφία και χρησιμοποιείται για να ενισχύσει το ηθικό των εργαζομένων και να συνεχίσουν τη σκληρή δουλειά, παρά τη μείωση των υλικών απολαβών τους.
Ναι, με διακατέχει αυτή η εμμονή: φιλτράρω πολύ προσεχτικά και πολύ καχύποπτα αυτά που ακούω και διαβάζω – και ψάχνω πάντα σε ποια κατεύθυνση προσπαθούν να σπρώξουν τη σκέψη και την πράξη μου – και βρίσκω πάντα, ή τις περισσότερες φορές, ότι δεν είναι αυτή η δική μου επιλογή – και απέχω.

golden kitten

“golden kitten” phot@art by Aeglie

Η μαγεία, ωστόσο, συχνά τρυπώνει να φανερωθεί και μέσα από ό,τι έχω αρνηθεί.

Πάντα έκανα πράγματα για μένα. Έτσι όπως συμβουλεύουν εκείνοι στους οποίους έχουμε αναθέσει να μας συμβουλεύουν. Φρόντιζα να έχω στη διάθεσή μου χρόνο και χρήμα για να καταναλώνω σε αγαπημένες ενασχολήσεις. Και αυτό μου έδινε, πρέπει να ομολογήσω, μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση. Όπως τα μαθήματα και τα σεμινάρια που παρακολουθούσα σε πεδία που αγαπώ. Και ήταν αυτά που μπορούσα να στερηθώ για να αντιμετωπίσω την οικονομική κρίση που μου επιβλήθηκε για να αντιμετωπιστεί, ανάμεσα σε άλλα, η παγκόσμια έλλειψη τροφίμων.
Έτσι έμεινα με χρόνο δυσανάλογα, σε σχέση με το χρήμα, διαθέσιμο. Και χαλάρωσα, δεν είχα πια τόσο πολλά να προλάβω. Και άρχισα να βλέπω και ν’ ακούω τα σημάδια να με προτρέπουν να κάνω κάτι για τους άλλους. “Α, δεν είμαι εγώ για τέτοια,” ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Τα σημάδια όμως επέμεναν κι έκαναν πιο συχνή την παρουσία τους κάθε μέρα που περνούσε. Και ενέδωσα: τηλεφώνησα στο Χαμόγελο του Παιδιού και ζήτησα να με δεχτούν ως εθελόντρια.
Ξεκίνησα πολύ επιφυλακτικά, στην αρχή σε εργασίες μακριά από τα παιδιά. Αλλά ο μαγικός μήνας Αύγουστος, που αλλάζει τους συσχετισμούς, δημιούργησε ένα κενό που μου ζητήθηκε να καλύψω. Δεν είπα όχι. Ευτυχώς, δεν είπα όχι. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάνοντας κάτι για τους άλλους, ένιωσα ολοκληρωτική χαρά και ευφροσύνη. Ένιωσα ότι τώρα έκανα πραγματικά κάτι για μένα.

Η χαρά του εθελοντή είναι πικρή. Δημιουργείται στο περιθώριο της δυσχέρειας του συνανθρώπου. Είναι όμως βαθιά και ουσιαστική. Βρίσκεσαι ξαφνικά να συμμετέχεις στην προσπάθεια για έναν καλύτερο κόσμο. Μπορείς, στ’ αλήθεια, να κάνεις κάτι για ν’ ανακουφίσεις τον πόνο του διπλανού σου. Κάτι πραγματικό, απτό. Και τότε είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι εκείνος είναι που σε βοηθάει. Βοηθάει να ξυπνήσει μέσα σου ο θαυμασμός, εκεί που πρώτα διαχεόταν ψυχοφθόρος ο οίκτος.





ανάληψη

18 08 2010

 

“reach the blooming sky” phot@rt by Aeglie

Η γη καταπίνει τις καλλιέργειες και η σοδειά που μοχθήσαμε θρέφει το χώμα που πατάμε. Το χώμα που είμαστε εισέρχεται στον καιρό της αθρεψίας. Εύφορος καιρός για να θρέψουμε το πνεύμα: να γευτεί η κοιλιά μπουκιές αναπνοής της ζωοδόχου, να χορτάσει ο ουρανίσκος το διαυγές άρωμα του γαλανού. Καιρός σοφός για να σηκώσουμε τα μάτια από την ανάγκη – και, για μόνη τη χαρά της ελαφρότητας, να αναληφθούμε από τους ουρανούς.





γαλανό για το ταξίδι

9 07 2010

γαλανο για το ταξιδι

“blooming heart” phot@rt by Aeglie

Αργυρογάλανες δέσμες διαρρηγνύουν το παχύ στρώμα του γκρίζου σύννεφου που έχει εξαπλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το θόλο και χύνουν το φως του ήλιου από τον ουρανό στη γη σαν μέσα από ένα δίχτυ, στη δύση.
Ο δρόμος που οδηγώ βλέπει για λίγο δυτικά και με λούζει αυτή η εικόνα: το διάφανο γαλάζιο καθώς ρέει μπρος απ’ την κουρτίνα της συννεφιάς.
Αυτό το γαλανό, θυμάμαι, υπάρχει πάντα στα όνειρά μου. Ανοίγει το ταξίδι. Και παρακάτω, εκεί που μου φάνηκε σαν να ήταν ο προορισμός, έρχεται πάλι ν’ απλώσει το ταξίδι από κει και πέρα – πάντα πιο πέρα.





το γαλάζιο ζάλισε

6 04 2010

“fingers bring forth flowers” phot@rt by Aeglie

Μακριά απογεύματα
Το φως διαρκεί και ζεσταίνει
Βαδίζω ήσυχα βήματα στο γυμνό χώμα
Τα ρουθούνια μου γεύονται χαμομήλι
Ροζ παπαρούνες στην όχθη του δρόμου
Το καινούργιο φόρεμα της λεύκας σέρνει ένα τραγούδι
Ένα μωρό γελά και τρέχει πίσω από μια πεταλούδα – για χάρη της σηκώνεται κάθε που πέφτει και την άλλη φορά θα σηκωθεί και θα πετάξει μαζί της
Ναι, θα πετάξει. Σίγουρα θα πετάξει. Κοιτάζει τώρα το αργυρόλευκο πουλί να ζυγιάζει και ζυγίζει τα φτερά που θα ‘χει όταν μεγαλώσει
Ωχ, το γαλάζιο ζάλισε τα παιδικά του μάτια
Έλα, θα σου πλύνω τα χέρια με νερό από όνειρα





η ζωγραφιά στη σανίδα

15 03 2010
IMG_1032

“water mirror” phot@rt by Aeglie

Έξω, στις όχθες του κόσμου, ζούσαν. Λίγο ψηλότερα απ’ τον ποταμό, που πήγαινε το νερό στην πόλη. Έβλεπαν από μακριά τη θάλασσα ν’ ανυπομονεί για το καλοκαίρι. Τα σπίτια τους κρεμασμένα μες στον αρχαίο ελαιώνα. Παιδιά. Τα δέντρα λύγιζαν τα κλαδιά τους και τ’ ανέβαζαν καθένα στο δικό του. Ξύλινα, ελαφρά, μικρά. Ένα στρώμα, μια κουβέρτα, τετράδια.
Κουρασμένα απ’ το παιχνίδι στο ποτάμι όλη τη μέρα, σκαρφάλωναν τα όνειρά τους το βραδάκι, με χρωματιστά μολύβια στις λευκές σελίδες. Μαζεύονταν να κουρνιάσουν τα πουλιά, με τρελούς κελαηδισμούς. Και πριν ησυχάσουν εκείνα, έπιαναν το τραγούδι τα παιδιά. Σε λίγο και τ’ αστέρια. Όλα τα παιδιά έβλεπαν τ’ αστέρια. Μόνο δυο άκουγαν το τραγούδι τους. Συνέχιζαν να το σφυρίζουν σιγανά καθώς κοιμόνταν τα μικρότερα. Ύστερα, γλιστρούσαν αθόρυβα απ’ τα δέντρα τους και συναντιόνταν στο πλάτωμα στην όχθη. Ξάπλωναν πλάι σιωπηλά και κοίταζαν τ’ αστέρια ως να τα σβήσει η αυγή.
Εκείνη τη νύχτα είπε: “Δες, όλ’ αυτά τ’ αστέρια τραγουδούν την αγάπη μας, απόψε.” Τότε σηκώθηκαν, ανέβηκαν τη σανίδα, κατέβηκαν το ποτάμι, βγήκαν στη θάλασσα, συνέχισαν στ’ ανοιχτά, έφτασαν στο νησί.
Δε φαινόταν, στην τρυφερή φθινοπωρινή ομίχλη, αλλά η σανίδα τους ήξερε πού τα πήγαινε. Είχαν ονειρευτεί το νησί, που στο σώμα του θα έσμιγαν. Το είχαν ζωγραφίσει στα τετράδιά τους. Αργότερα, κάποια νύχτα, το είχαν ζωγραφίσει μαζί στο κορμί της σανίδας.