haikus

5 08 2025

Συγκέντρωσα, σε αυτήν την ανάρτηση τα χαϊκου που έχω συγγράψει και, ελπίζω, θα τα ευπλουτίζω

Γέννηση

Η νύχτα πυκνή, μα τα πουλιά τραγουδούν, ήλιος γεννιέται

γέννηση

Poetry

See, words can breathe, the whole world they can build; just sing what you dream

poetry

Flute

Singing we create the world we are living in, pure joy I sing

flute

Σώμα

Αρχαίος φίλος το μονοπάτι που οδηγεί στον στεναγμό σου

σώμα

Drops

Autumn leaves are red and the rain leaves them wet; winter is on path

drops

Φιλί

Κυλά στο λαιμό μια σταγόνα ιδρώτα, αλμυρά χείλη

φιλί

Feel

Like a butterfly hovering over a flower, your fingers touch me

feel

Αγάπη

Άφθαρτη φλόγα διαρρηγνύει την ύλη, ελευθερία

αγάπη

Snow

Silent white swayed by the wind, it covers trails

snow

Χιόνι

Ήσυχος λευκός χορός με τον άνεμο, ίχνη σκεπάζει

χιόνι

Wings

A white crane hovers over the lake applying freedom

wings

Φτερά

Λευκός γερανός πάνω από τη λίμνη, ελευθερία

φτερά

Φλάουτο

Το τραγούδι μας σχηματίζει τον κόσμο, χαρά απνευστί

φλάουτο

Fresh

Clouds body forth a white eagle floating; stroll after rain

fresh

Water

I flow down, through forest and meadow; I meet my sea

Όραση

Ατελή μάτια, οι άκρες των δαχτύλων περιγράφουν φως

Αφή

Η πεταλούδα πάνω σ’ ώριμο ανθό, τα δάχτυλά σου

Θέαση

Το φως εισχωρεί στις κρυμμένες αιτίες, αθωότητα

Road

Fresh wind scatters my past life’s ashes, rain washes

Δρόμος

Στάχτες παρελθόν σκορπίζει ο άνεμος, βροχή με πλένει

Ανατολή

Γενναιόδωρη ειρήνη ροδόγλαυκη, εισπνέω το φως

Χρώμα

Φθινοπωρινό, μαύρο κόκκινο χρυσό, χώμα γόνιμο

Distance

Wind whispers, my heart listens to you; a daisy blooms

Αγκαλιά

Η σάρκα πληγή, ρευστό ανθίζει ρόδο, εύφορη νύχτα

Κρυφτό

Χαμηλώνεις τα μάτια, πίσω απ’ τα βλέφαρα σε γυρεύω

Φιλιά

Ανάσα διάφανη καυτή, γεύση: βούτυρο σοκολάτα





poetry

6 10 2020

See, words can breathe

The whole world they can build

Just sing what you dream

ήταν ένα χαϊκου / το τραγούδι μας σχηματίζει τον κόσμο / εύΧρηστος

flute





the book of a hundred hands, by Cole Swensen

26 02 2017

img_1060

“white moon dot” phot@rt by Aeglie

ΒΡΟΧΗ

Αυτό εδώ είναι περίπλοκο. Θα χρειαστείς πολλά χέρια.

Θα σε συμβούλευα να τα προετοιμάσεις από πριν.

Εμπρός σου θα βρεθεί πολύ νερό. Μοίρασέ το στα δυο και ένωσε

τις άκρες των δαχτύλων, που

φτάνουν τη γη σχεδόν, δηλαδή, απλώνονται πέρα μακριά από δω και

Στάσου (εδώ μπορείς να προσθέσεις κάποιο ζωντανό αντικείμενο, απλώς

με το αριστερό χέρι μαλακώνεις τα δάχτυλα του δεξιού και κοσκινίζεις, πάντα μαλακά, πίσω μπρος.

ΠΟΥΛΙΑ

Το θέατρο σκιών βασίζεται στα πουλιά. Αυτό έχει να κάνει με το σκοτάδι. Τα πουλιά προτιμούν το σκοτάδι.

Είναι κοινό των παπαγάλων, των  κορυδαλλών

βλέπεις μες απ’ αυτό – η πυκνότητα του ατμοσφαιρικού φωτισμού. Ζουν μέσα σε

κάθε αριθμό πραγμάτων. Πράγματα χωρίς αριθμό. Ονόμασέ τα:

δυο πουλιά πετούμενα

δυο πουλιά πετούμενα

απαιτούν και τα δυο χέρια επειδή

τα χέρια είναι πιο εύπλαστα από το υπόλοιπο σώμα

διότι δεν ανήκουν σε αυτό.





ν’ ακούει το σπίτι μουσική

3 03 2013

Μπορεί και να είναι η τελευταία χειμωνιάτικη Κυριακή για φέτος, σκέφτομαι κι ανακατεύω τα σκεπάσματα, ας χουζουρέψω.

Πολύ λίγο αργότερα, αλλάζω γνώμη κι αποφασίζω να σηκωθώ. Και, για να μη βγω εντελώς απ’ τα χουζούρια μου, φορώ τη φόρμα πάνω απ’ τις πυτζάμες. Ανάβω τζάκι, βάζω στο μπρίκι καφέ, στην κούπα μέλι και κανέλα. Τυλίγω λίγο καπνό στο τσιγάρο μου. Ανοίγω την τηλεόραση ν’ ακούει το σπίτι μουσική: το κανάλι της βουλής το πρωί. Καπνίζω – το κάπνισμα ωφελεί σοβαρά τα νωχελικά πρωινά – απέναντι σε μια φωτιά που τρίζει τα τρυφερά τραγούδια της.

Σε λίγο – κι αφού έχει μπει αυτό το κάτι με πατάτες στο φούρνο για το κυριακάτικο τραπέζι – με μια δεύτερη κούπα καφέ με μέλι και κανέλα στο ένα, ψηλαφίζω με σχεδόν μάτια κλειστά τη βιβλιοθήκη με το άλλο χέρι. Ένας μαγικός μηχανισμός ανοίγει τα μάτια της ψυχής μόλις κλείσεις τα αναρτημένα στο πρόσωπο μάτια και σε οδηγεί σοφά. Δεν έχω απλώσει στη γωνιά του Antoine de Saint Exupery ούτε η Νυχτερινή Πτήση βρίσκεται στη θέση της πριν την πάρω, πριν λίγες ώρες, στα χέρια μου.

Τυλίγω ένα επόμενο τσιγάρο και κοιτάζω στα πόδια μου το παλιό και αγαπημένο βιβλίο – έκδοση του 1986 – που έχω διαβάσει αρκετές φορές. Ξεφυλλίζοντας, διαβάζω τα σημειωμένα και σκέφτομαι ότι μάλλον θα πρέπει μόλις καπνίσω το τσιγάρο να πάω πάλι στη βιβλιοθήκη προς αναζήτηση: πόσες φορές πια θα διαβάσω αυτό το βιβλίο; Σχεδόν ξέρω σε ποια σελίδα είναι γραμμένη η κάθε σημειωμένη φράση. Κι αφού το τσιγάρο σβήνει, κάθομαι πιο αναπαυτικά κι αρχίζω πάλι την ανάγνωση. Και είναι φρέσκια όπως την πρώτη φορά – ή, σχεδόν.

Ο πολυαγαπημένος συγγραφέας, που πέταξε με τα δικά του φτερά ψηλά πάνω από τη Μεσόγειο, αφήνοντας το τελευταίο αεροπλάνο που κυβέρνησε να πέσει μες στα βαθιά νερά της, μου διηγείται το νυχτερινό δρομολόγιο του αεροπορικού ταχυδρομείου Παταγονία – Μπουένος Άιρες μια νύχτα, περί τα 1930, που κυκλώνας εισέβαλε απ’ τον Ειρηνικό στις Κορδιλιέρες των Άνδεων και εισχώρησε στ’ ανατολικά.

Ή, μου εξηγεί το αναπόφευκτο της διαδρομής της προόδου, σε αυτή τη διάσταση της ζωής που ζούμε εδώ πάνω στη γη, μέσα από νύχτες. Και μου δίνει τα εφόδια που χρειάζεται να ‘χει καθένας – ακόμα και, κυρίως δε, εκείνοι που δεν θα βγουν στο πρωί – για να έχει η μέρα που μια τέτοια νύχτα θα εξημερώσει πάει τον άνθρωπο ένα βήμα πιο κοντά στον αληθινά ελεύθερο εαυτό του: Ελεύθερο ν’ αναπτύξει τις δυνατότητές του και ν’ αποκομίσει και ν’ απολαύσει τ’ αποτελέσματα του έργου του για έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Ελεύθερο να οικοδομήσει αυτόν τον καλλίτερο κόσμο που εφηβικά ονειρεύτηκε.

Μερικές υπογραμμίσεις, σημερινές και παλαιότερες:

σελ. 10: … περιορίζει σαν τον έρωτα …

σελ. 13: … νομίζουν πως η λάμπα τους φέγγει για το ταπεινό τους τραπέζι, μα ογδόντα χιλιόμετρα μακριά τους κάποιος έχει κιόλας συγκινηθεί απ’ την έκκληση αυτής της λάμπας …

σελ. 21: … ο κυκλώνας δεν είναι τίποτα, μπορεί να σώσεις το τομάρι σου, μα τα πριν, αυτή η συνάντηση που έχεις μαζί του …

σελ. 23: … μέσα σε κάθε πλήθος υπάρχουν άνθρωποι που χωρίς να τους ξεχωρίζεις είναι σπουδαίοι αγγελιαφόροι …

σελ. 23: … δεν καταλάβαιναν τον ιερό χαρακτήρα της περιπέτειας και με τα ξεφωνητά τους νόθευαν τη σημασία της κι υποβάθμιζαν τον άνθρωπο …

σελ. 26: … Ο άνθρωπος ήταν γι’ αυτόν παρθένο κερί που ήθελε πλάσιμο. Έπρεπε να δώσει μια ψυχή σ’ αυτή την ύλη, να της δημιουργήσει μια θέληση. Δε σκεφτόταν να τους υποτάξει μ’ αυτή τη σκληρότητα, μα να τους κάνει να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους …

σελ. 27: … κατεύθυνε προς την αναχώρηση, παρά προς τη στάθμευση τη θέλησή τους – δημιουργούσε αυτή τη θέληση

σελ. 35: … κρατάτε σχεδόν στα χέρια σας τη ζωή ανθρώπων, ανθρώπων που αξίζουν περισσότερο από σας …

σελ. 39: … απόψε, με τους δυο ταχυδρόμους μου σε πτήση, είμαι υπεύθυνος για έναν ολόκληρο ουρανό …

σελ. 40: … αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρει το μεγαλείο του …

σελ. 44: … υπεύθυνος δεν είναι ο άνθρωπος, είναι κάτι σαν σκοτεινή δύναμη που δεν αγγίζεις ποτέ, αν δεν αγγίξεις ολόκληρο τον κόσμο …

σελ. 45: … κι οι άνθρωποι … τους παραμερίζεις όταν το κακό περνά μέσ’ απ΄αυτούς …

σελ. 47: … δεν είναι αυτοί που πολεμώ, πολεμώ αυτό που περνάει μέσ’ απ’ αυτούς …

σελ. 47: … αν δεν ταρακουνήσω τους ανθρώπους μου, η νύχτα πάντα θα τους φοβίζει …

σελ. 54: … Τον σώζω απ’ το φόβο. Δεν τα ‘βαλα μαζί του, τα ‘βαλα, μέσω αυτού, μ’ αυτή την αντίσταση που παραλύει τους ανθρώπους μπροστά στο άγνωστο …

σελ. 54: …σ’ αυτόν τον αγώνα, μια βουβή αδελφοσύνη έδενε, βαθιά μέσα τους, τον Ριβιέρ και τους πιλότους του …

σελ. 62: … ενάντια στους ανθρώπους παίζεται ένα παιχνίδι, όπου πολύ λίγο λογαριάζεται η πραγματική σημασία των πραγμάτων …

σελ. 68: … αν η ανθρώπινη ζωή είναι ανεκτίμητη, ενεργούμε πάντα σαν κάτι να ξεπερνάει, σε αξία, την ανθρώπινη ζωή, μα τι όμως; …

σελ. 80: … Αυτό το χέρι που είχε χαϊδέψει. Αυτό το χέρι που, ακουμπώντας σ’ ένα στήθος, ξεσήκωσε μιαν αναταραχή, σαν θείο χέρι. Αυτό το χέρι που ακούμπησε σ’ ένα πρόσωπο, αλλάζοντάς το. Αυτό το χέρι που ήταν θαυματουργό.

σελ. 96 – και αυτή είναι η τελευταία πρόταση του κειμένου: … Ο Ριβιέρ ο Μέγας, ο Ριβιέρ ο Νικητής, που σηκώνει τη βαριά νίκη του._





The Fountainhead, by Ayn Rand

31 05 2010


Τα φύλλα σέρνονταν, τρέμοντας κάτω απ’ τον ήλιο. Δεν ήταν πράσινα, μόνο λίγα, σκόρπια μες στο χείμαρρο, διακριτές σταγόνες ενός πράσινου τόσο φωτεινού και καθάριου που πλήγωνε τα μάτια. Τα υπόλοιπα δεν ήταν χρώμα, ήταν φως, η ύλη της φωτιάς πάνω στο μέταλλο, ζωντανές σπίθες δίχως άκρη. Έμοιαζε λες και το δάσος ήταν μια έκταση από φως που σιγόβραζε για να φτιάξει αυτό το χρώμα, αυτό το πράσινο που αναδυόταν σε μικρές φυσαλίδες, το συμπυκνωμένο απόσταγμα της άνοιξης. Τα δέντρα αντάμωναν γέρνοντας πάνω από το δρόμο και τα φωτεινά σημάδια του ήλιου πάνω στο έδαφος κινούνταν με την κίνηση των κλαδιών, σαν ενσυνείδητο χάδι. Ο νεαρός άντρας ευχόταν να μην πέθαινε.
Όχι αν η γη μπορεί να είναι έτσι, σκέφτηκε. Όχι αν μπορεί ν’ ακούει την ελπίδα και την υπόσχεση σαν φωνή, με φύλλα και κορμούς δέντρων και βράχους αντί για λέξεις. Αλλά ήξερε ότι η γη ήταν έτσι μόνο επειδή δεν είχε δει ίχνος ανθρώπου για ώρες. Ήταν μόνος. Κατηφόριζε με το ποδήλατό του ένα ξεχασμένο μονοπάτι ανάμεσα στους λόφους της Πενσυλβάνια όπου δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν και όπου μπορούσε να νιώσει το ζωντανό θαύμα ενός ανέγγιχτου κόσμου.
Ήταν πολύ νέος. Είχε μόλις αποφοιτήσει από το κολέγιο – εκείνη την άνοιξη του έτους 1935 – και ήθελε ν’ αποφασίσει αν η ζωή άξιζε. Δεν ήξερε ότι αυτό αναρωτιόταν. Ούτε σκεφτόταν το θάνατο. Σκεφτόταν μόνο ότι λαχταρούσε να βρει χαρά και λόγο και νόημα για να ζήσει – και τίποτα απ’ αυτά δεν είχε βρει πουθενά.
Δεν του άρεσαν τα πράγματα που είχε μάθει στο κολέγιο. Όλ’ αυτά που είχε διδαχθεί για την κοινωνική ευθύνη, για μια ζωή υπηρεσίας και αυτοθυσίας. Όλοι έλεγαν ότι ήταν όμορφο κι εμπνευστικό. Μα δεν ένιωθε εμπνευσμένος. Δεν ένιωθε τίποτα απολύτως.
Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που γύρευε στη ζωή. Το ένιωσε εδώ, σε τούτη την άγρια μοναχικότητα. Μα δεν αντιμετώπιζε τη φύση με τη χαρά του υγιούς ζώου: ως κατάλληλο και τελικό περιβάλλον. Την αντιμετώπιζε με τη χαρά του υγιούς ανθρώπου: ως πρόκληση – ως εργαλείο, μέσο και υλικό. Ώστε ένιωθε θυμό που θα ‘πρεπε να βρίσκει αγαλλίαση μόνο στην ερημιά, που αυτή η εξαίσια αίσθηση της ελπίδας θα χανόταν σαν επέστρεφε στους ανθρώπους και στα έργα τους. Συλλογιζόταν ότι αυτό δεν ήταν το σωστό, ότι το έργο του ανθρώπου θα ‘πρεπε να ‘ναι ένα βήμα ψηλότερα: βελτίωση της φύσης, όχι υποβιβασμός. Δεν του άρεσε να περιφρονεί τους ανθρώπους. Ήθελε να τους αγαπά και να τους θαυμάζει. Αλλά έτρεμε στη θέα του πρώτου σπιτιού, σφαιριστηρίου και κινηματογραφικού πόστερ που θα συναντούσε στο δρόμο του.
Εκείνο που πάντα ήθελε ήταν να γράφει μουσική. Και δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει διαφορετικά αυτό που αναζητούσε. Για να καταλάβεις πώς είναι, έλεγε στον εαυτό του, αρκεί ν’ ακούσεις τις πρώτες φράσεις από το Πρώτο Κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι ή την τελευταία κίνηση από το Δεύτερο του Ραχμάνινοφ. Οι άνθρωποι δεν έχουν βρει τις λέξεις να το περιγράψουν ούτε την πράξη ούτε τη σκέψη, αλλά έχουν βρει τη μουσική. Ας το έβλεπα σε μια απλή ενέργεια του ανθρώπου. Ας το έβλεπα να γίνεται πραγματικότητα. Ας έβλεπα την απάντηση στην υπόσχεση αυτής της μουσικής. Ούτε υπηρέτες ούτε υπηρετούμενοι, ούτε βωμοί και θυσίες – αλλά η τελείωση, η εκπλήρωση, η έξοδος από τον πόνο. Μη με βοηθάτε και μη με υπηρετείτε – αλλά αφήστε με να το δω μια φορά γιατί το έχω ανάγκη. Μην εργάζεστε για την ευτυχία μου, αδελφοί μου, δείξτε μου τη δική σας, δείξτε μου ότι είναι δυνατόν, δείξτε μου ότι τα καταφέρατε – και η γνώση αυτή θα μου δώσει το κουράγιο να τα καταφέρω κι εγώ.
Είδε ένα γαλανό άνοιγμα εμπρός, εκεί που ο δρόμος τελείωνε στο ψηλότερο σημείο της κορυφογραμμής. Έντονο και καθαρό γαλάζιο σαν μια ταινία νερού απλωμένη ανάμεσα σε πράσινα κλαδιά. Παράξενο, σκέφτηκε, να ‘ρθω ως την άκρη για να μη βρω τίποτα παρά το γαλανό πέραν, τίποτα παρά τον ουρανό εμπρός, επάνω και κάτω. Έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε, αναβάλλοντας τη σκέψη του εφικτού για την ώρα, παραχωρώντας τον εαυτό του στο όνειρο, να πιστέψει για λίγες στιγμές ότι θα φτάσει στην κορυφή, θ’ ανοίξει τα μάτια του και θα δει το γαλανό ν’ ακτινοβολεί από κάτω.
Το πόδι του άγγιξε το έδαφος, διακόπτοντας την πορεία του. Σταμάτησε και άνοιξε τα μάτια του. Στάθηκε ακίνητος.
Στην ανοιχτή κοιλάδα, πέρα χαμηλά, στο πρώτο φως της μέρας, έβλεπε μια πόλη. Αλλά δεν ήταν πόλη. Οι πόλεις δεν είναι έτσι. Ανέβαλε τη σκέψη του εφικτού πάλι για λίγο, ώστε να μη γυρέψει απαντήσεις κι εξηγήσεις, μόνο να δει.
Μικρά σπίτια κρέμονταν απ’ τις πλαγιές του λόφου μπροστά του ως κάτω τους πρόποδες. Ήξερε ότι οι πλαγιές είχαν μείνει ανέγγιχτες και τίποτα τεχνητό δεν είχε μεταβάλλει τη φυσική ομορφιά του επικλινούς εδάφους. Ωστόσο, κάποια δύναμη γνώριζε πώς να χτίσει σε αυτές τις πλαγιές με τέτοιον τρόπο, ώστε τα σπίτια να είναι φυσική συνέχεια και κανείς να μην μπορεί πια να φανταστεί τους λόφους τόσο όμορφους χωρίς αυτά. Λες κι οι αιώνες κι όλα τα τυχαία γεγονότα που έφτιαξαν αυτές τις πλαγιές με το μόχθο των μεγάλων τυφλών δυνάμεων να περίμεναν την τελική τους έκφραση, να ήταν απλώς ένας δρόμος ως το σκοπό – και ο σκοπός ήταν αυτά τα κτίρια, μέρος των λόφων, σχηματισμένα από τους λόφους, που όμως τους κυρίευαν δίνοντάς τους νόημα.
Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από καθαρή πέτρα – όπως οι βράχοι που προεξείχαν από τις πράσινες λοφοπλαγιές – και από γυαλί. Μεγάλα τζάμια προσκαλούσαν τον ήλιο να ολοκληρώσει την κατασκευή, κάνοντας το φως του ήλιου μέρος της οικοδομής. Τα σπίτια ήταν πολλά, ήταν μικρά, απομακρυσμένα το ένα από το άλλο κι ούτε δυο από αυτά δεν ήταν όμοια. Μα ήταν παραλλαγές ενός θέματος, σαν συμφωνία που παιζόταν από μια ανεξάντλητη φαντασία. Και μπορούσες ακόμα ν’ ακούσεις ανάμεσά τους το γέλιο από τη δύναμη που είχε απελευθερωθεί, μια δύναμη που είχε τρέξει και είχε καλπάσει και είχε προσπαθήσει να ξοδευτεί, αλλά δεν είχε φτάσει την κορύφωσή της. Η μουσική, σκέφτηκε, η υπόσχεση της μουσικής που είχε επικαλεστεί, η αίσθησή της στην πραγματικότητα – να την εδώ μπρος στα μάτια του. Δεν την έβλεπε – την άκουγε σε συγχορδίες – σκεφτόταν ότι υπήρχε μια κοινή γλώσσα ανάμεσα στη σκέψη, τη θέαση και τον ήχο – ήταν τα μαθηματικά; – η πειθαρχία της λογικής – η μουσική ήταν μαθηματικά – και η αρχιτεκτονική ήταν μουσική με την πέτρα – ήξερε ότι ήταν ζαλισμένος γιατί αυτός εδώ ο τόπος εμπρός του δεν μπορούσε να είναι αληθινός.
Έβλεπε δέντρα, πρασιές, δρομάκια ν’ ανηφορίζουν τυλίγοντας τις λοφοπλαγιές, πλακόστρωτα σκαλοπάτια, σιντριβάνια, πισίνες, γήπεδα τένις – κι ούτε ένα σημάδι ζωής. Ο τόπος ήταν ακατοίκητος.
Αυτό δεν τον ξάφνιαζε, όχι όσο τον ξάφνιαζε η θέα. Κατά κάποιον τρόπο, έτσι ήταν το σωστό: αυτό δεν ήταν μέρος του γνωστού κόσμου. Και για την ώρα δεν είχε καμιά λαχτάρα να μάθει τι ήταν.
Αρκετή ώρα αργότερα κοίταξε γύρω του – και τότε είδε ότι δεν ήταν μόνος του. Λίγα βήματα πιο πέρα ένας άντρας καθόταν πάνω σε μια στρογγυλή πέτρα και κοιτούσε κάτω την κοιλάδα. Ο άντρας φαινόταν απορροφημένος από τη θέα και δεν άκουσε ότι τον πλησίαζε. Ήταν ψηλός και αδύνατος με μαλλιά πορτοκαλί.
Το αγόρι κατευθύνθηκε προς τον άντρα κι όταν εκείνος σήκωσε τα μάτια του, μάτια γκρίζα και ήρεμα, ήξερε ότι ένιωθε το ίδιο πράγμα και ότι θα του μιλούσε όπως ποτέ πουθενά αλλού δεν θα μιλούσε σ’ έναν ξένο.
“Δεν είναι αληθινό, έτσι;” ρώτησε δείχνοντας κάτω.
“Ε, ναι, τώρα είναι” απάντησε ο άντρας.
“Και δεν είναι σκηνικό για ταινία ή κάποιο άλλο παρόμοιο κόλπο;”
“Όχι. Είναι καλοκαιρινό θέρετρο. Μόλις ολοκληρώθηκε. Θ’ ανοίξει σε λίγες εβδομάδες.”
“Ποιος το έχτισε;”
“Εγώ.”
“Πώς σε λένε;”
“Χόουαρντ Ρόαρκ”
“Σ’ ευχαριστώ,” είπε το αγόρι. Ήξερε ότι τα στέρεα μάτια που τον κοίταζαν καταλάβαιναν κάθε τι που αυτές οι δυο λέξεις σκέπαζαν. Ο Χόουαρντ Ρόαρκ έκλινε το κεφάλι του σε επιβεβαίωση.
Με το ποδήλατο πλάι του, το αγόρι κατηφόρισε το στενό μονοπάτι απ’ την πλαγιά του λόφου προς την κοιλάδα και τα σπίτια. Ο Ρόαρκ τον κοιτούσε. Δεν τον είχε δει ποτέ πριν ούτε θα τον έβλεπε ξανά. Δεν ήξερε ότι είχε δώσει σε κάποιον το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή.