το γαλάζιο ζάλισε

6 04 2010

“fingers bring forth flowers” phot@rt by Aeglie

Μακριά απογεύματα
Το φως διαρκεί και ζεσταίνει
Βαδίζω ήσυχα βήματα στο γυμνό χώμα
Τα ρουθούνια μου γεύονται χαμομήλι
Ροζ παπαρούνες στην όχθη του δρόμου
Το καινούργιο φόρεμα της λεύκας σέρνει ένα τραγούδι
Ένα μωρό γελά και τρέχει πίσω από μια πεταλούδα – για χάρη της σηκώνεται κάθε που πέφτει και την άλλη φορά θα σηκωθεί και θα πετάξει μαζί της
Ναι, θα πετάξει. Σίγουρα θα πετάξει. Κοιτάζει τώρα το αργυρόλευκο πουλί να ζυγιάζει και ζυγίζει τα φτερά που θα ‘χει όταν μεγαλώσει
Ωχ, το γαλάζιο ζάλισε τα παιδικά του μάτια
Έλα, θα σου πλύνω τα χέρια με νερό από όνειρα





η ζωγραφιά στη σανίδα

15 03 2010
IMG_1032

“water mirror” phot@rt by Aeglie

Έξω, στις όχθες του κόσμου, ζούσαν. Λίγο ψηλότερα απ’ τον ποταμό, που πήγαινε το νερό στην πόλη. Έβλεπαν από μακριά τη θάλασσα ν’ ανυπομονεί για το καλοκαίρι. Τα σπίτια τους κρεμασμένα μες στον αρχαίο ελαιώνα. Παιδιά. Τα δέντρα λύγιζαν τα κλαδιά τους και τ’ ανέβαζαν καθένα στο δικό του. Ξύλινα, ελαφρά, μικρά. Ένα στρώμα, μια κουβέρτα, τετράδια.
Κουρασμένα απ’ το παιχνίδι στο ποτάμι όλη τη μέρα, σκαρφάλωναν τα όνειρά τους το βραδάκι, με χρωματιστά μολύβια στις λευκές σελίδες. Μαζεύονταν να κουρνιάσουν τα πουλιά, με τρελούς κελαηδισμούς. Και πριν ησυχάσουν εκείνα, έπιαναν το τραγούδι τα παιδιά. Σε λίγο και τ’ αστέρια. Όλα τα παιδιά έβλεπαν τ’ αστέρια. Μόνο δυο άκουγαν το τραγούδι τους. Συνέχιζαν να το σφυρίζουν σιγανά καθώς κοιμόνταν τα μικρότερα. Ύστερα, γλιστρούσαν αθόρυβα απ’ τα δέντρα τους και συναντιόνταν στο πλάτωμα στην όχθη. Ξάπλωναν πλάι σιωπηλά και κοίταζαν τ’ αστέρια ως να τα σβήσει η αυγή.
Εκείνη τη νύχτα είπε: “Δες, όλ’ αυτά τ’ αστέρια τραγουδούν την αγάπη μας, απόψε.” Τότε σηκώθηκαν, ανέβηκαν τη σανίδα, κατέβηκαν το ποτάμι, βγήκαν στη θάλασσα, συνέχισαν στ’ ανοιχτά, έφτασαν στο νησί.
Δε φαινόταν, στην τρυφερή φθινοπωρινή ομίχλη, αλλά η σανίδα τους ήξερε πού τα πήγαινε. Είχαν ονειρευτεί το νησί, που στο σώμα του θα έσμιγαν. Το είχαν ζωγραφίσει στα τετράδιά τους. Αργότερα, κάποια νύχτα, το είχαν ζωγραφίσει μαζί στο κορμί της σανίδας.





ανείπωτο γλιστρά

6 01 2010
ανειπωτο γλιστρα

“green’s heart” phot@rt by Aeglie

Μόνο να με κρατήσεις μες στα χέρια σου για λίγο
Να ζεσταθώ, ρίγησα απ’ το χειμώνα του κόσμου
Να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, να ησυχάσει η ανάσα
Λαχάνιασα, το κυνήγι του θησαυρού δε γύρεψα

Μόνο μια αγκαλιά κι ένα χάδι, έναν λόγο γλυκό
Και να γυρίσω πάλι σ’ αυτές τις λευκές σελίδες
Πώς με παιδεύουν να γράψω ό,τι θέλουν να πουν
Μπαίνω βαθιά στη σιωπή ν’ ακούσω τα λόγια τους

Κι ανοίγεις ολόκληρος να με χωράς κι αρχίζει
Το αρχαίο τραγούδι των σωμάτων που αγγίζονται
Το σ’ αγαπώ ανείπωτο γλιστρά επάνω στα κορμιά
Η σάρκα αναστενάζει, η ανάσα μυρίζει επιθυμία

Εξαπλώνομαι προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω
Επεκτείνομαι – κι εσύ, πλαταίνεις το στέρνο σου
Μακραίνεις τα χέρια σου, με περικλείεις, μέσα
Στην αγκαλιά σου πάντα χωράω όσο διευρύνομαι

Παραδίνομαι, εισπνέω τη μυρωδιά του πόθου σου
Βαθιά εισπνέω, η μυρωδιά του πόθου σου φτάνει
Τα σπλάχνα μου, ανοίγουν οι πύλες, η πόλη που
Είμαι δική σου πάλι, ενώ ο κόσμος έξω φυσάει

Καινούργιες αγωνίες στους παλιούς φόβους





το μυστικό του άγιου βασίλη

31 12 2009
A223B07E-3716-4037-9F25-957FEC57C206

‘’light wings‘’ phot@rt by Aeglie

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Το είχα αποφασίσει, δε θα σου έγραφα φέτος. Φρόντισα άλλωστε και για όλα τα δώρα των αγαπημένων. Φορτώθηκα τις επιθυμίες τους και τις ευχές. Τις έντυσα σχήματα, χρώματα, αρώματα, φιόγκους κι ασημένια αστεράκια. Σκόρπισα πάνω τους χρυσόσκονη. Και πήρα κουρασμένη το δρόμο για το σπίτι.
Ήταν εκείνη η μαγική δειλινή ώρα καθώς διέσχιζα απόψε την πλατεία. Αριστερά μου, ο ήλιος έφευγε απ’ το θόλο. Δεξιά μου, η σελήνη ερχόταν απ’ τον ίδιο δρόμο. Ο αίθριος ουρανός ολόφωτος, απ’ αυτό το εσπερινό φως που ρίχνει σκιές αλλού κι αλλού διαύγεια.
Και τότε σε είδα. Μια ερυθρόλευκη φουσκωτή φιγούρα, με φορτίο βαρύ, βιαστική πάνω σ’ ένα άρμα. Ένιωσα ξαφνικά τόσο ελαφριά. Για λίγο, πολύ λίγο, αιωρήθηκα, το ξέρω. Αλλά τρόμαξα. Έτσι η βαρύτητα με ακούμπησε πάλι στο πλακόστρωτο. Την άλλη φορά μπορεί και να τα καταφέρω. Ναι, αν δε με προλάβει ο φόβος, σίγουρα.
Γιατί τώρα κατάλαβα. Με άφησες να κατανοήσω το μυστικό σου. Τα δώρα που κουβαλάς στους ώμους σου δεν είναι για σένα. Είναι δώρα που σκοπεύεις να προσφέρεις, να μοιράσεις. Τα δώρα που πρόκειται να μοιραστείς δεν είναι το φορτίο σου, είναι τα φτερά σου.





η ευχή των χριστουγέννων

25 12 2009
“above and beyond” phot@rt by Aeglie

Αίγλη: Εύχομαι το θείο στοιχείο μέσα μας το κρυμμένο κάτω απ’ τα πέπλα του μόχθου και του φόβου ν’ αφυπνιστεί, να ενεργοποιηθεί και να κάνει παράδεισο τον κόσμο.
Αντιφωνητής: Ο κόσμος παράδεισος δεν πρόκειται να γίνει αλλά μια ευχή δεν κοστίζει και τίποτα.
Αίγλη: Μεγάλη σκλαβιά η άρνηση. Κι αυτή η ευχή κοστίζει. Κοστίζει σ’ ενέργεια και πάθος. Και θρέφει την αναπνοή των ονείρων. Τη ζωή της φαντασίας.
Θέλει ισχυρή προσπάθεια κι επίπονη επιμονή για να διατηρεί ζωντανή στο καλό τη φαντασία ο άνθρωπος και μια μέρα ν’ αλλάξει τον κόσμο σε παράδεισο όπως έχει κάποια λησμονημένη αρχαία στιγμή υποσχεθεί.





ανατολή

21 12 2009

“sky welcomes sun” phot@rt by Aeglie

τα χρώματα που βάφει ο ουρανός ζηλεύει τ’ όνειρό μου





χρωματιστές αγκαλιές

11 12 2009

walton on thames

“colour sky dance” phot@rt by Aeglie

Κοιτάζω την αγάπη. Κυλάει απ’ τα μάτια των παιδιών κι όλα τα τυλίγει μες στο νέφος της. Είναι διάφανη, γεμάτη σκόρπιες αχνές χρωματιστές ζωγραφιές.
Εκείνο το χλωμό παιδί, στην άκρη της αυλής, απλώνει το σύννεφο της αγάπης του πολύ μακριά – πέρα απ’ ό,τι φαίνεται. Κι έτσι καταφέρνει να βλέπει πίσω απ’ τους τοίχους και να μιλάει, μέσα στην καρδιά του στη σιωπή, με άλλα παιδιά και άλλα παιχνίδια που δεν το γνώρισαν ακόμα. Εκείνα ακούν τα λόγια του σαν να ‘ταν οι δικές τους σκέψεις. Και δεν του απαντούν. Γι’ αυτό το χλωμιάζει η μοναξιά.
Ωστόσο, αγαπά πολύ τα χρώματα. Έχει χρωματίσει την αγάπη του με λίγο απ’ το χρώμα του ήλιου. Πολύ λίγο, πολύ απαλό, έτσι δα μόνο να την ξεχωρίζουν εκείνοι που ατενίζουν από μακριά τ’ αόρατα. Και επειδή αγαπά πολύ τα χρώματα. Και διαρκώς τη γεμίζει ζωγραφιστές αγκαλιές απ’ το χρώμα της σελήνης κι απ’ τα χρώματα όλων των άστρων. Ο ήλιος, η σελήνη και τ’ άστρα του δίνουν πάντα γενναιόδωρα από τα χρώματά τους. Μα εκείνο δεν παίρνει πολύ. Αντίθετα, πολύ λίγο. Μόνο όσο του είναι απολύτως απαραίτητο. Όσο χρειάζεται για να ξεχωρίζει τις αγκαλιές που στέλνει σε κάθε τι. Γιατί τα πράγματα και τα πλάσματα ξαφνιάζονται δυσάρεστα με τις αγκαλιές. Και δε θέλει να τα δει να δυσανασχετούν πάλι με μια άγνωστη, αόρατη αγκαλιά – τώρα που μόλις εξοικειώθηκαν με τις δικές του και τις καλοδέχονται.





όμηρη όραση

4 11 2009

 

 

“naked before sky” phot@rt by Aeglie

Σηκώνεις το βλέμμα απ’ την παλιά πληγή και τον αρχαίο θρήνο, που κρατούσαν την όρασή σου όμηρη
Μάτια γυμνά στο φως
Δεμάτια αχτίδες απ’ τους πέρα ήλιους ιππεύουν τους ανέμους κι έρχονται, λούζουν το κορμί σου, ξεϋφαίνουν τα πέπλα: το ‘όχι’ το ‘δεν’ το ‘μη’
Σώματα μπρος στους νόμους
Λόγια διαλαλούν στα πέρατα την ιστορία του κόσμου, τα στοιχεία τραγουδούν την ύλη τους, ονομάζονται τα πλαστά μας όνειρα, βαφτίζονται τα μέλλοντα, να ‘ρθουν
Οι άνθρωποι ενώπιον της βούλησής τους
Άστρα μεσουρανούν στον ύπνο του ανθρώπου και πέφτουν νύχτες στο χαμό τους να φωτίσουν την πλάνη που πληγώνει τη γη: ο άνθρωπος επιμελώς ασκείται στο ενάντιο της επιθυμίας του





έξω ένα φύλλο

2 11 2009

IMG_0853

“inner light” phot@rt by Aeglie

Γυρίζω σελίδα κι ακούω την ησυχία να σχίζεται
Ποιος ξέρει πόση ώρα έχει εγκατασταθεί η σιωπή
Αφήνω το βιβλίο να γλιστρήσει στο χαλί και
ό,τι διάβαζα καταλαγιάζει στο νου μου
Ακούω την αναπνοή μου μόνο και την κρατώ
στιγμούλες κι αφουγκράζομαι
Το σπίτι ανασαίνει ανήσυχα
Τα βιβλία απέναντι ψιθυρίζουν ιστορίες
Διστακτικά μετακινούμαι στη θέση μου και
το μαξιλάρι αναστενάζει
Έξω ένα φύλλο πέφτει, αργά περνά μπρος απ’ τον
δεύτερο όροφο
Κρατώ την ανάσα μου και το ακούω να σέρνει
στο δρόμο
Πνοή ανέμου σφυρίζει
Έξω ένα φύλλο πέφτει – αίφνης φυσά δυνατότερα – με θόρυβο
μες στο μπαλκόνι μου
Και φέρνει βροχή
Σηκώνομαι ν’ ανοίξω στον καιρό
Έξω ένα φύλλο έχει πέσει και ψάχνει τη γη