ν’ ακούει το σπίτι μουσική

3 03 2013

Μπορεί και να είναι η τελευταία χειμωνιάτικη Κυριακή για φέτος, σκέφτομαι κι ανακατεύω τα σκεπάσματα, ας χουζουρέψω.

Πολύ λίγο αργότερα, αλλάζω γνώμη κι αποφασίζω να σηκωθώ. Και, για να μη βγω εντελώς απ’ τα χουζούρια μου, φορώ τη φόρμα πάνω απ’ τις πυτζάμες. Ανάβω τζάκι, βάζω στο μπρίκι καφέ, στην κούπα μέλι και κανέλα. Τυλίγω λίγο καπνό στο τσιγάρο μου. Ανοίγω την τηλεόραση ν’ ακούει το σπίτι μουσική: το κανάλι της βουλής το πρωί. Καπνίζω – το κάπνισμα ωφελεί σοβαρά τα νωχελικά πρωινά – απέναντι σε μια φωτιά που τρίζει τα τρυφερά τραγούδια της.

Σε λίγο – κι αφού έχει μπει αυτό το κάτι με πατάτες στο φούρνο για το κυριακάτικο τραπέζι – με μια δεύτερη κούπα καφέ με μέλι και κανέλα στο ένα, ψηλαφίζω με σχεδόν μάτια κλειστά τη βιβλιοθήκη με το άλλο χέρι. Ένας μαγικός μηχανισμός ανοίγει τα μάτια της ψυχής μόλις κλείσεις τα αναρτημένα στο πρόσωπο μάτια και σε οδηγεί σοφά. Δεν έχω απλώσει στη γωνιά του Antoine de Saint Exupery ούτε η Νυχτερινή Πτήση βρίσκεται στη θέση της πριν την πάρω, πριν λίγες ώρες, στα χέρια μου.

Τυλίγω ένα επόμενο τσιγάρο και κοιτάζω στα πόδια μου το παλιό και αγαπημένο βιβλίο – έκδοση του 1986 – που έχω διαβάσει αρκετές φορές. Ξεφυλλίζοντας, διαβάζω τα σημειωμένα και σκέφτομαι ότι μάλλον θα πρέπει μόλις καπνίσω το τσιγάρο να πάω πάλι στη βιβλιοθήκη προς αναζήτηση: πόσες φορές πια θα διαβάσω αυτό το βιβλίο; Σχεδόν ξέρω σε ποια σελίδα είναι γραμμένη η κάθε σημειωμένη φράση. Κι αφού το τσιγάρο σβήνει, κάθομαι πιο αναπαυτικά κι αρχίζω πάλι την ανάγνωση. Και είναι φρέσκια όπως την πρώτη φορά – ή, σχεδόν.

Ο πολυαγαπημένος συγγραφέας, που πέταξε με τα δικά του φτερά ψηλά πάνω από τη Μεσόγειο, αφήνοντας το τελευταίο αεροπλάνο που κυβέρνησε να πέσει μες στα βαθιά νερά της, μου διηγείται το νυχτερινό δρομολόγιο του αεροπορικού ταχυδρομείου Παταγονία – Μπουένος Άιρες μια νύχτα, περί τα 1930, που κυκλώνας εισέβαλε απ’ τον Ειρηνικό στις Κορδιλιέρες των Άνδεων και εισχώρησε στ’ ανατολικά.

Ή, μου εξηγεί το αναπόφευκτο της διαδρομής της προόδου, σε αυτή τη διάσταση της ζωής που ζούμε εδώ πάνω στη γη, μέσα από νύχτες. Και μου δίνει τα εφόδια που χρειάζεται να ‘χει καθένας – ακόμα και, κυρίως δε, εκείνοι που δεν θα βγουν στο πρωί – για να έχει η μέρα που μια τέτοια νύχτα θα εξημερώσει πάει τον άνθρωπο ένα βήμα πιο κοντά στον αληθινά ελεύθερο εαυτό του: Ελεύθερο ν’ αναπτύξει τις δυνατότητές του και ν’ αποκομίσει και ν’ απολαύσει τ’ αποτελέσματα του έργου του για έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Ελεύθερο να οικοδομήσει αυτόν τον καλλίτερο κόσμο που εφηβικά ονειρεύτηκε.

Μερικές υπογραμμίσεις, σημερινές και παλαιότερες:

σελ. 10: … περιορίζει σαν τον έρωτα …

σελ. 13: … νομίζουν πως η λάμπα τους φέγγει για το ταπεινό τους τραπέζι, μα ογδόντα χιλιόμετρα μακριά τους κάποιος έχει κιόλας συγκινηθεί απ’ την έκκληση αυτής της λάμπας …

σελ. 21: … ο κυκλώνας δεν είναι τίποτα, μπορεί να σώσεις το τομάρι σου, μα τα πριν, αυτή η συνάντηση που έχεις μαζί του …

σελ. 23: … μέσα σε κάθε πλήθος υπάρχουν άνθρωποι που χωρίς να τους ξεχωρίζεις είναι σπουδαίοι αγγελιαφόροι …

σελ. 23: … δεν καταλάβαιναν τον ιερό χαρακτήρα της περιπέτειας και με τα ξεφωνητά τους νόθευαν τη σημασία της κι υποβάθμιζαν τον άνθρωπο …

σελ. 26: … Ο άνθρωπος ήταν γι’ αυτόν παρθένο κερί που ήθελε πλάσιμο. Έπρεπε να δώσει μια ψυχή σ’ αυτή την ύλη, να της δημιουργήσει μια θέληση. Δε σκεφτόταν να τους υποτάξει μ’ αυτή τη σκληρότητα, μα να τους κάνει να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους …

σελ. 27: … κατεύθυνε προς την αναχώρηση, παρά προς τη στάθμευση τη θέλησή τους – δημιουργούσε αυτή τη θέληση

σελ. 35: … κρατάτε σχεδόν στα χέρια σας τη ζωή ανθρώπων, ανθρώπων που αξίζουν περισσότερο από σας …

σελ. 39: … απόψε, με τους δυο ταχυδρόμους μου σε πτήση, είμαι υπεύθυνος για έναν ολόκληρο ουρανό …

σελ. 40: … αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρει το μεγαλείο του …

σελ. 44: … υπεύθυνος δεν είναι ο άνθρωπος, είναι κάτι σαν σκοτεινή δύναμη που δεν αγγίζεις ποτέ, αν δεν αγγίξεις ολόκληρο τον κόσμο …

σελ. 45: … κι οι άνθρωποι … τους παραμερίζεις όταν το κακό περνά μέσ’ απ΄αυτούς …

σελ. 47: … δεν είναι αυτοί που πολεμώ, πολεμώ αυτό που περνάει μέσ’ απ’ αυτούς …

σελ. 47: … αν δεν ταρακουνήσω τους ανθρώπους μου, η νύχτα πάντα θα τους φοβίζει …

σελ. 54: … Τον σώζω απ’ το φόβο. Δεν τα ‘βαλα μαζί του, τα ‘βαλα, μέσω αυτού, μ’ αυτή την αντίσταση που παραλύει τους ανθρώπους μπροστά στο άγνωστο …

σελ. 54: …σ’ αυτόν τον αγώνα, μια βουβή αδελφοσύνη έδενε, βαθιά μέσα τους, τον Ριβιέρ και τους πιλότους του …

σελ. 62: … ενάντια στους ανθρώπους παίζεται ένα παιχνίδι, όπου πολύ λίγο λογαριάζεται η πραγματική σημασία των πραγμάτων …

σελ. 68: … αν η ανθρώπινη ζωή είναι ανεκτίμητη, ενεργούμε πάντα σαν κάτι να ξεπερνάει, σε αξία, την ανθρώπινη ζωή, μα τι όμως; …

σελ. 80: … Αυτό το χέρι που είχε χαϊδέψει. Αυτό το χέρι που, ακουμπώντας σ’ ένα στήθος, ξεσήκωσε μιαν αναταραχή, σαν θείο χέρι. Αυτό το χέρι που ακούμπησε σ’ ένα πρόσωπο, αλλάζοντάς το. Αυτό το χέρι που ήταν θαυματουργό.

σελ. 96 – και αυτή είναι η τελευταία πρόταση του κειμένου: … Ο Ριβιέρ ο Μέγας, ο Ριβιέρ ο Νικητής, που σηκώνει τη βαριά νίκη του._





εκπνοή

7 01 2013

Κυνηγώ τη νύχτα στην εθνική οδό – και τη διώχνω. Μια ρόδινη κορδέλα ανατολή σηκώνει το αυγερινό διαμάντι στο μέτωπό της. Αίθρια εξημερώνει η παγωμένη ημέρα την καρδιά του χειμώνα. Ο αέρας παίρνει την εκπνοή μου πέρα. Πέρα μακριά χιονισμένα απάτητα. Το πάλλευκο φτάνει κορυφή, πέφτοντας από ψηλά





ο ουρανός ανάποδα

14 12 2012
IMG_1028

“sunset blue mirror” phot@rt by Aeglie

Εσπερινά χρώματα ξαπλωμένα ψηλά σε όλο το θόλο. Αλλού σκιερά – εκεί όπου ο ήλιος έχει κιόλας βασιλέψει, αλλού φωτεινά – εκεί που ακόμα ο ήλιος βλέπει. Άλλοτε διάφανα – στον αίθριο ουρανό, άλλοτε συμπαγή – όπου ο βοριάς σηκώνει σύννεφα. Ανατολικά, μια πράσινη πλατιά κορδέλα πάνω από τη λοφογραμμή. Πράσινο σαν αυτό που βλέπουμε στις θάλασσες, αλλά πιο φωτεινό, σαν χαμογελαστό.
Είναι αρκετά χρόνια – οδηγούσα, θυμάμαι – η Ελένη Καραϊνδρου έδινε συνέντευξη στο Τρίτο Πρόγραμμα. Έλεγε: την πρώτη φορά που αντίκρισα τη θάλασσα νόμιζα ότι ήταν ο ουρανός ανάποδα.
Άραγε, πώς είναι τα πλάσματα που ζουν στους βυθούς των ουρανών; Σίγουρα αναπνέουν καθαρό οξυγόνο: τα φλογίζει και δεν τα καίει. Σίγουρα εργάζονται με χαρούμενο μόχθο: τα εμπνέει, δεν τα μαραίνει. Σίγουρα η κρίση τους είναι σοφή: τα πλουτίζει και δεν τα στερεί.
Ο άνθρωπος και ο ουρανός του. Πάντα ψηλά κοιτάζουμε για να μπορέσουμε να δούμε το καλλίτερο. Από εκεί περιμένουμε τη συντέλεια του κόσμου: καλούμε, δηλαδή, τους ουρανούς να συντελέσουν ώστε να κάνουμε με τη συμβολή τους τον κόσμο μας τέλειο.





φεγγάρι του μεσημεριού

26 11 2012

Το φεγγάρι γεμίζει κι ανατέλλει μες στο μεσημέρι. Ένα λευκό μπαλόνι σκαρφαλώνει τον αίθριο ουρανό. Βαδίζω ψηλά πλάι στη θάλασσα, ανάμεσα στους ευκαλύπτους, τις μικρές ελιές, τα πεύκα. Κανείς όσο φαίνεται. Στέκομαι. Κανείς όσο ακούγεται. Και μόνο η ανάσα του ανέμου. Μένω ακίνητη κάτω απ’ αυτή τη σκιά. Πουλιά. Κι ένας ήσυχος κυματισμός. Κοιτάζω γύρω: τα νερά χρυσά κι ασημένιοι βράχοι.
Ψηλά, τα κάστρα. Άνθρωποι έχουν πολεμήσει εδώ σε άλλους καιρούς σαν κι αυτόν. Έχουν υψώσει σημαίες, έχουν κατεβάσει σημαίες. Έχουν ποτίσει το χώμα απ’ τις φλέβες ανθρώπων. Σκέφτομαι, τι έγραφε η Λητώ χτες: Είναι στη φύση των ανθρώπων; Μα, δεν μπορεί. Δεν μπορεί να είναι στη φύση των ανθρώπων να ζουν με τρόπο που δεν τους αρέσει. Δεν μπορεί να είναι στη φύση των ανθρώπων να βλάπτουν ο ένας τον άλλο, να σκοτώνονται. Άραγε, τότε, γιατί δεν καταφέρνουμε ν’ αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο παρά την τόση προσπάθεια και παρά τη μεγάλη επιθυμία;
Γυρίζω το πρόσωπό μου στο φεγγάρι του μεσημεριού: θέλω μι’ απάντηση τώρα, δεν μπορεί εσύ κάτι παραπάνω από κει πάνω θα ξέρεις, θέλω μι’ απάντηση: Γιατί δεν μπορούμε να πετύχουμε αυτό που τόσο λαχταράμε; Γιατί μόλις κάνουμε λίγα βήματα προόδου τα γκρεμίζουμε όλα – μ’ έναν πόλεμο, με μια οικονομική κρίση, και με τα δύο – κι αρχίζουμε πάλι από την αρχή; Γιατί δεν μπορούμε να εγκαταστήσουμε την ειρήνη και την ευημερία για όλον τον κόσμο; Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς φρουρούς και φρούρια; Γιατί δεν καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχουν άλλοι, ότι όλοι είμαστε εμείς;
Μάλλον πολλές ερωτήσεις για μιαν απάντηση, αποφασίζω. Και, μην ξέροντας να περιμένω, μην αντέχοντας πια την υπέροχη ησυχία, βάζω πάλι τον βηματισμό μου με ρυθμό ν’ ακούγεται πάνω στο χαλίκι. Στην τελευταία στροφή του δρόμου προβάλει ένας ήσυχος κόλπος που ανοίγει στη δύση μια μακριά αμμουδιά. Εκεί, στη μέση της θάλασσας που αγκαλιάζει, ένα νησί, ένα τόσο δα μικρό νησί ακατοίκητο, όσο ξέρω την ιστορία του τόπου.
Γιατί κατοικούμε πάνω στα ερείπια του κόσμου που καταστρέφουμε. Δεν έχουμε τολμήσει να καλλιεργήσουμε καινούργια χώματα, να χτίσουμε με καινούργια πέτρα, να σκεφτούμε καινούργιες σκέψεις. Δεν έχουμε οραματιστεί τον κόσμο αληθινά κι απ’ την αρχή καινούργιο κι αλλιώτικο. Έχουμε δώσει το δικαίωμα στην κρίση μας να ονομάζει εκείνο από το οποίο θέλει ν’ απαλλαγεί, μα δεν έχουμε δώσει όνομα σ’ εκείνο το οποίο θέλουμε να δημιουργήσουμε.





θάλασσα

8 11 2012
θαλασσα

“sea before us” phot@rt by Aeglie

Το μεσημέρι κρατά το καλοκαίρι αγκαλιά
Βαδίζω πλάι της ώρα πολλή και, τότε
Βουτώ το κορμί ζεστό στα δροσερά νερά της
Απλώνει πάντα ολόγυρα το μπλε για μένα
Ανακουφίζει τη φωτιά που καίω μέσα μου
Ακυρώνει τη βαρύτητα στην οποία έχω αγκιστρωθεί
για να χαράσσω τα ίχνη του βηματισμού
στο έδαφος που ντύθηκε προς πλάνη ο πλανήτης
και κρύβει τη φωτιά που καίει μέσα του
Αντιστέκομαι με βία κάθε τόσο στην άνωση
και στην ελαφρύτητα της εγκατάλειψης
Βυθίζομαι ν’ απαγκιάσω απ’ τον κυματισμό
Ανοίγω τα μάτια θολά στο βυθό, το νου διαυγή
στην ειρήνη που εντός μου προστατεύω
Ανεβαίνω με τις χούφτες σφιχτές άμμο βρεγμένη
Αφήνω τον αφρό να την πάρει ξανά
μες απ’ τα δάχτυλά μου
Ο ίδιος άργιλος σχηματίζει τα χέρια μου





από είτε προς

17 10 2012

Μικρή ώρα ξυπνώ και ξεκινώ αξημέρωτα
Χρόνια τώρα η ίδια διαδρομή, από είτε προς, κάθε φορά είναι άλλη
Διατρυπούν πυκνή την ομίχλη τα φώτα που ρίχνω στον ορεινό δρόμο
Ένας πλανήτης σβήνει μεσούρανα και η μέρα χαράζει
Υγρή ημέρα χαράζει
Ακούω απ’ το ραδιόφωνο παλιά τραγούδια και τη νέα λέξη:
φτωχοποίηση
Σε παρελθόντες χρόνους διηγείται η ιστορία τα μελλούμενα





καιρός της σποράς

19 05 2012

Αν οι καιροί της ακμής είναι συναρπαστικοί – όπως πάντα η άνθηση και η καρποφορία – καθώς βγαίνουν κυνήγι η πρόοδος και η ευημερία και η εξέλιξη και βιάζονται να διανύσουν τις ανοιξιάτικες μέρες που αργούν να νυχτώσουν κι αγωνίζονται ν’ αποδείξουν το ένα καλύτερο από το άλλο τα έργα του ανθρώπου

Οι καιροί της παρακμής είναι εκείνοι οι μαγικοί καιροί – όπως πάντα η σπορά και η καλλιέργεια – όταν η εργασία, ο μόχθος και ο ιδρώτας που παγώνει πάνω στο κορμί καθώς βραδιάζει νωρίς την εποχή του φθινοπώρου, αγρυπνούν μυστικά σε πείσμα του κόπου και σκέφτονται ελεύθερα σε πείσμα του σκότους για να φέρουν στο φως του κόσμου το όνειρό τους





μαγιάτικα βερύκοκα

18 05 2012

Τα χελιδόνια πετούν απόψε χαμηλά
Ο μαγιάτικος αγέρας κατεβαίνει απ’ το βορρά,
σφυρίζει κι αγριεύεται
Μυρίζει χιόνι από τα μακρινά βουνά
Ντυνόμαστε πάλι τα ζεστά
Κλείνουμε τα παράθυρα
Στο τραπέζι μένει ένα καλάθι βερύκοκα
Η πείνα του φόβου δε χορταίνει

english version





ανάσταση

20 04 2012
ανασταση

“enlivening” phot@rt by Aeglie

Μια αγκαλιά ομίχλη κατηφορίζει αργά, γλιστρά στην πλαγιά, μετεωρίζεται λίγα μέτρα πάνω από τη στέγη
Θα μας τυλίξει
Θα στάξει εντός μας βαθιά η ανύποπτα αμείλικτη δύναμη της υγρασίας
Θα ραγίσει ο θεμέλιος φόβος και θα σκιρτήσουν τα σπλάχνα και τα μέλη θα νικήσουν το λήθαργο που έχει εξαπλωθεί σε όλα τα σώματα
Ο καιρός είναι άνοιξη και η ώρα στον κόσμο ανάσταση





η αρχαία λεύκα

7 04 2012

Η σελήνη στην ανατολή πλήρης, πάνω από την πόλη που με ανάθρεψε, μ’ ένα χαμόγελο κρυμμένο στις σκιές και τις χαράδρες της όψης της
Ο δρόμος χαμηλώνει και η αρχαία λεύκα που φυλλάνθισε φέτος πάλι την κρύβει για λίγο απ’ τη ματιά μου – αφού, σε σχήμα κύκλου μετράει τη ζωή η επανάληψη
Ενώ, ο άνθρωπος δικαιούται και δύναται ν’ αναμετριέται με το βίο του στη γραμμή μιας εκτόξευσης
Θυμήθηκα τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω