η ώρα της επιστροφής εσπερινή και το φως λιγοστεύει με κάθε χιλιόμετρο που φεύγει, καθώς ο δρόμος ανεβαίνει υψόμετρο και τα σύννεφα από τη βροχή βαριά κατεβαίνουν χαμηλά στην πλαγιά – νομίζεις θ’ απλώσεις το χέρι σου και θα φτάσει ν’ αγγίξει την υγρή τους ύφανση, νομίζεις θ’ ανοίξουν τα δάχτυλά σου διόδους μες απ’ την πυκνή τους πλέξη – γιατί ο Απρίλιος τράβηξε τις βροχές που ο Μάρτιος δεν τόλμησε να ελευθερώσει και ξεδιψά τώρα τ’ ανθισμένα του γόνιμα χώματα, σε όλα τα χρώματα κεντά η γύρη ανθούς επάνω σε πράσινους βλαστούς και οι καρποί δένουν κουκούτσι και το ντύνουν χυμούς
τράβηξε τις βροχές
21 04 2011Comments : Leave a Comment »
Tags: απρίλης, καρπός, μάρτης
Categories : "clearing skies", "τράβηξε τις βροχές", πεζογραφία, ποίηση, φωτογραφία: Αίγλη, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, phot@rt by Aeglie, photography
nine eleven
28 02 2011Νυστάζει απελπισμένα. «Νάνι,» λέει. Και πάλι αντιστέκεται. Έτσι κάνουν τα παιδιά. Δεν πάνε για ύπνο όταν οι μεγάλοι είναι στο σαλόνι και η ζωή συνεχίζεται – δεν αφήνουν το παιχνίδι.
Νυστάζει απελπισμένα. «Νάνι,» λέει. Και πάλι αρνείται. Όλα γύρω είναι ήσυχα. Τα φώτα έχουν χαμηλώσει. Τα μωρά κοιμούνται. Οι γονείς ενοχλούνται: «μαμά, μαμά, μαμά, μαμά, μαμά.»
«Σε λέει μαμά;»
Όχι, δε με λέει μαμά. Δε φωνάζουμε έτσι τη μαμά μας. Λέει ότι θέλει τη μαμά της. Λέει ότι δικαιούται μια μαμά κι εκείνη. Λέει ότι θέλει μια μαμά δική της, να μείνει πλάι της όλη νύχτα, να ξυπνά και να τη βλέπει εκεί. Κάθε μωρό έχει μια μαμά στο προσκεφάλι του.
Νυστάζει απελπισμένα. «Εκεί, εκεί, εκεί,» μου δείχνει να καθίσω στην καρέκλα πλάι της, όπως κάθονται όλες οι μαμάδες πλάι στα κρεβατάκια των μωρών τους. Κάθομαι. «Εδώ είμαι εγώ, καρδούλα μου, κοιμήσου εσύ. Κλείσε τα ματάκια και κάνε νάνι.»
«Κοίτα, κοίτα,» δείχνει την ομπρέλα μου ανοιχτή στην άκρη. Την κλείνω για να την καθησυχάσω, να την ξεγελάσω. Να διώξει απ’ το νου της τη σκέψη ότι θα μείνει μόνη της σε λίγο, για λίγο, ως να την πάρει ο ύπνος. Γυρίζω κοντά της και σηκώνεται, «αγκαλιά,» λέει και πηδά επάνω μου. «Κοίτα, κοίτα,» μου δείχνει ένα παιχνίδι στην προσπάθειά της να με απασχολήσει με κάτι για να μείνω περισσότερο.
Κοίτα κοίτα μοιάζει ο κόσμος μια σταλιά
Κοίτα κοίτα κοίτα τον από ψηλά
Κοίτα κοίτα μια γαλάζια πινελιά
Κοίτα κοίτα ανθισμένη πρασινάδα
Κοίτα κοίτα ξαπλωμένη στη λιακάδα
Μπαίνει η νοσηλεύτρια: «εσείς, τι ώρα είστε;» «εννέα έντεκα» «είναι εντεκάμιση» «θα την κοιμίσω»
Κοίτα κοίτα νάνι κι όνειρα γλυκά
Κοίτα νάνι νάνι μες στην αγκαλιά
Νάνι νάνι νάνι θα ‘ρθει η γιατρειά
Νάνι νάνι πληγωμένη μαντινάδα
Νάνι κάνει η μικρή μου αχιβάδα
Και μου κρύβει θησαυρό μες στην καρδιά
Την ακουμπάω πάλι στο κρεβατάκι της, μισανοίγει τα μάτια. «Κοιμήσου, βασίλισσά μου, εδώ είμαι εγώ.» Χαμογελάει. Στη βασίλισσα και στη θάλασσα και στη μέλισσα. Φαίνεται, αυτό το διπλό σίγμα ακούγεται αστείο απ’ το στόμα μου. Γυρίζει πλευρό, τη σκεπάζω, προσπαθεί ν’ ανοίξει τα μάτια. «Κοιμήσου, πριγκίπισσά μου, εδώ είμαι εγώ.» Χαμογελάει. Ακουμπώ μαλακά το χέρι μου στο μικρό κουρασμένο της κεφάλι και χαϊδεύω τα μαλλιά της. Παραδίνεται στον ύπνο της.
Σκέφτομαι ότι δεν την έχω δει να γελά στ’ αλήθεια, να γελά από χαρά. Γελάει στο παιχνίδι – ένα γέλιο διακοπτόμενο, φοβισμένο. Ένα γέλιο νευρικό. Και είναι μόνο δυο χρονών.
Απομακρύνω πολύ αργά το χέρι μου από τα μαλλιά της. Το κρατάω λίγο πάνω στο μαξιλάρι. Έχει κοιμηθεί. Παίρνω σιγά το χέρι μου μακριά. Σηκώνω – αργά, πολύ αργά, σιγά να μην τρίξει – το κάγκελο του μικρού κρεβατιού. Το ακούει. Δεν μπορεί να ξυπνήσει. Μόνο τα χείλη της σχηματίζονται στην καμπύλη της θλίψης.
Ξέρει. Ξέρει ότι φεύγω. Ξέρει ότι θα ξυπνήσει και θα βρει το πλαστικό της ποτήρι γεμάτο νερό στο τραπεζάκι πλάι και θα μπορεί, αν διψά, να το φτάσει – αλλά θα είναι μόνη της.
Η ομπρέλα μου έχει στεγνώσει. Τα μάτια μου είναι νοτισμένα. Δε βρέχει πολύ. Κρατώ την ομπρέλα κλειστή. Ανάβω τσιγάρο. Κατηφορίζω προς τη λεωφόρο. Κυλά ένα δάκρυ. Το ψιλοβρόχι με βοηθά να δώσω έξοδο στον πόνο που κρατάω μέσα μου.
Με όλα όσα καταπιάνομαι τα καταφέρνω καλά – ή, έτσι νομίζω. Όσα εξαρτώνται από μένα, τουλάχιστον. Και μια αίσθηση ικανοποίησης και κάποιας έπαρσης, θα μπορούσα να πω, συχνά με διακατέχει.
Η ανεπάρκεια είναι κάτι καινούργιο εντός μου. Η αίσθηση της με βασανίζει από τότε που άρχισα τον εθελοντισμό. Τι μπορώ να κάνω, στ’ αλήθεια; Τι, πραγματικά, κάνω; Ανακουφίζω τον πόνο των παιδιών ή, μήπως, προσθέτω στις πληγές τους;
Στον πολιτισμένο κόσμο που γεννήθηκα και διάγω τον πολύτιμο βίο μου, τα ιδρύματα δε χωρούν, τα αδέσποτα πληθαίνουν. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που προσφέρουν εθελοντικά χρόνο και εργασία. Πάντα περισσότεροι εκείνοι που χρειάζονται βοήθεια: γέροντες, παιδιά, ζώα. Πολλοί είναι οι εθελοντές. Δεν επαρκούν. Οι ανάγκες – παράξενο – στον πολιτισμό, στον αναπτυγμένο μας κόσμο, είναι πάντα περισσότερες, πάντα μεγαλύτερες. Πάντα οι ανάγκες περισσεύουν. Παράξενες ανάγκες περισσεύουν στο σύγχρονο κόσμο: εγκατάλειψη, εκμετάλλευση, κακοποίηση.
Βγαίνω στη λεωφόρο. Τα μπαράκια γεμάτα στις αυλές – καπνιστές περισσεύουν.
Θυμάμαι, όταν πρωταντίκρισα τον Αλέξανδρο, αίφνης ένιωσα ακατανίκητη την ανάγκη να κάνω κάτι χειροπιαστό – η ποίηση δεν αρκεί – για να βοηθήσω ν’ αλλάξει αυτός ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει.
Θυμάμαι, στο κέντρο της πόλης ένα απόγευμα, ένας άντρας έλεγε αυστηρά σε άπταιστα ελληνικά σε μια αλλοδαπή γυναίκα: «να έρθεις στις δέκα, χωρίς το παιδί – το παιδί δεν το θέλω.»
Θυμάμαι, πρώτη μέρα στον εθελοντισμό, όταν, για πρώτη φορά, άκουσα εκείνο το τραγούδι στη διαδρομή: I see you’ve found my underground / So help yourself to guns and ammo / Nothing here has ever seen the light of day / I leave it in my head / It’s the first day of the rest of your life / You’ll remember me, for the rest of your life / It’s the first day of the rest of your life
The very first day. Βαδίζω τη λεωφόρο. Δεν το θέλω το παιδί. Μπαράκια γεμάτα στις αυλές. Nothing has seen the light of day. Καπνίζω τσιγάρο. Κοιμάται η μικρή μου αχιβάδα; Βγαίνω απ’ τη λεωφόρο. I’ll remember you. Ανηφορίζω προς το σπίτι. For the rest of my life.
Comments : 17 Comments »
Tags: παιδί, αχιβάδα, ομπρέλα
Categories : "το χαμόγελο του παιδιού", "nine eleven", "sad dream", drawing by Aeglie, πεζογραφία, τραγούδι, επίκαιρα, εθελοντισμός, ημερολόγιο, ιχνογραφία: Αίγλη, μικρή ιστορία, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου
η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο
7 02 2011«Ένας πλάνης, αυτό είναι, ένας ζητιάνος,» έλεγε ήσυχα η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο.
Την είχα συναντήσει το πρωί στην πόρτα του σχολείου. “Το νου σας μακριά από φόβο,” είπε στα παιδιά της και χαμογέλασε στην έκπληκτη όψη μου. Συστήθηκε και με προσκάλεσε σπίτι της το απόγευμα.
«Έρχεται στο κατώφλι του νου και ζητιανεύει τον οβολό του: την υποταγή μας.
«Έρχεται κρυμμένος μέσα σε παραινετικές συνταγές. “Πρόσεχε!” είναι η λέξη που αποτελεί το θεμελιώδες, παραπλανητικό συστατικό του.
«Έρχεται, μικρούλης κι ασθενικός, μια τόση δα σκιά – και θρέφεται με την αγωνία, την έγνοια, τον κόπο, τον πόνο, το μόχθο. Μέρα τη μέρα αυξάνει και διογκώνεται, επεκτείνεται κι εξαπλώνεται, καταλαμβάνει.»
Γέμισε τα ποτήρια δροσερή λεμονάδα.
«Τον φιλοξένησα πολύ καιρό. Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στους χώρους μου. Ο αγαπημένος μου τόπος μαραινόταν μες στη σκοτεινιά του.
«Αίφνης, ένα πρωί, αποφάσισα να παραιτηθώ από τις σκοτούρες. Έμεινε νηστικός όλη τη μέρα. Το άλλο πρωί, ο νους μου είχε ξαστερώσει. Ωστόσο, τον φιλοξενούσα ακόμα. Πριν επιστρέψει στην ανυπαρξία, απ’ όπου είχε έρθει, προσπάθησε να παρακινήσει τον οίκτο μου. Μα είχα αποφασιστικά παραιτηθεί από τα βάσανα και δεν τα κατάφερε να με πείσει να τον λυπηθώ. Κίνησε, όμως, την περιέργειά μου. Ή, ίσως, ήθελα μόνο ν’ ακούσω μια καλή ιστορία – έτσι, για διασκέδαση.»
Έφερε ένα μπολ από την κουζίνα και το γέμισε βερύκοκα, από ένα δέντρο στην αυλή της φορτωμένο με χρυσαφένια, παχουλά, ζουμερά φρούτα.
«Δεν υπάρχει. Αυτή είναι η αλήθεια του: δεν υπάρχει. Μου το ομολόγησε ο ίδιος. Είναι μία πλάνη. Μια πλάνη που προκλήθηκε από ένα αρχαίο λάθος, αναπτύχθηκε μέσα σε κάποιο αρχαίο σκοτεινό κενό, πολύ παλιά, στην αρχή του κόσμου – και ρουφάει ζωή. Η ζωή αυτή του είναι άχρηστη, αφού δεν είναι δική του. Ούτε μπορεί να έχει δική του ζωή, αφού δεν έχει δημιουργηθεί. Για να διατηρείται απασχολημένος και να νιώθει χρήσιμος, είναι τα δικά του λόγια, αχρηστεύει τη ζωή των όντων. Η ανθρωπότητα διάγει το βίο της μέσα στην ατέλεια και την ασθένεια, γιατί οι άνθρωποι θρέφουν την πλάνη του φόβου.»
Άπλωσε το χέρι της στην ανθισμένη μηλιά, που μας φιλοξενούσε στη δροσιά της – και είπε, “εσύ, αγαπητή μου, σίγουρα ξέρεις τι θα ‘θελα τώρα πιο πολύ.” Σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ένα κόκκινο, στρογγυλό, λαμπερό μήλο γέμισε τη χούφτα της.
«Αρκεί να τον αφήσεις νηστικό,» κατέληξε – και δάγκωσε το τραγανό φρούτο.
Comments : 4 Comments »
Tags: αυλή, βερύκοκο, κατώφλι
Categories : "and now listen to the blue sea", "η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο", παραμύθι, πεζογραφία, φιλοσοφία, μικρή ιστορία, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, phot@rt by Aeglie, photography
το φως των ματιών σου
3 01 2011Κοίτα η νύχτα πώς πυκνώνει γύρω
Τυλίγει υγρά δίχτυα πιο κοντά όλο και πιο κοντά μας
Κρύβει την πορεία
Ούτε έχεις δικαίωμα – σε τέτοιους καιρούς – να ξοδέψεις ενέργεια
Υποχρεώνεσαι να οδηγείς με χαμηλά φώτα
Χαμηλές ταχύτητες, επίσης
Αφού ο δρόμος είναι κρυμμένος μέσα στη βροχή των ζοφερών προγνώσεων
Και τότε ανακαλύπτεις το φως των ματιών σου
Το ρίχνεις μπροστά με όλη τη δύναμη της καρδιάς σου
Διαρρηγνύεις το υφάδι του φόβου
Με καινούργια ματιά, αναπτύσσεις τη δική σου ταχύτητα
Ο συνοδοιπόρος λέει ‘πιο σιγά, δε βλέπω’
‘Ρίξε εμπρός το φως των ματιών σου’ τον προτρέπεις
Κι ως να το βρει εντός του, περιγράφεις τη μαγεία της νυχτερινής διαδρομής
Και υπόσχεσαι ότι θα βγείτε κατευθείαν στην αυγή
Μαζί
Comments : 12 Comments »
Tags: βροχή, δύναμη, διαδρομή
Categories : "το φως των ματιών σου", "together", πεζογραφία, ποίηση, φωτογραφία: Αίγλη, φιλοσοφία, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, phot@rt by Aeglie, photography
ατελής αγωνία
6 12 2010Η εξοχή ησυχάζει, τυλιγμένη μέσα στην πρωινή ειρήνη, κρυμμένη μέσα σε μιαν αραιή υγρή πάχνη
Μόνο ένας κοκκινολαίμης ακούγεται και λίγες μέλισσες καθώς τρυγούν τ’ άνθη που ξεγέλασε ο ζεστός χειμώνας
Τραγουδούν κι οι πεταλούδες και τα ακίνητα φύλλα στις μικρές πορτοκαλιές, αλλά η ακοή του ανθρώπου είναι ατελής
Βαριές οι μικρές πορτοκαλιές, γεμάτες καρπό, με υπομονή περιμένουν τον άνθρωπο
Εκείνος δραπετεύει στην πόλη, να ξοδέψει την αγωνία του – ξοδεύεται μαζί της
Στην άκρη του δρόμου, το απόγευμα, θυμάται ότι έχει αφήσει τις μικρές πορτοκαλιές να μεγαλώνουν μόνες τους
Comments : Leave a Comment »
Tags: πόλη, ειρήνη, καρπός
Categories : "ατελής αγωνία", "little robin", πεζογραφία, ποίηση, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου
κάνε κάτι για σένα
22 09 2010όπως δημοσιεύθηκε στην παιδική εφημερίδα KidsNewsLetter
Η κρίση είναι μια μεταμφιεσμένη ευκαιρία, λένε εδώ και καιρό οι τίτλοι και οι υπότιτλοι των προγραμμάτων εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις. Ο λόγος αποδίδεται στην κινέζικη σοφία και χρησιμοποιείται για να ενισχύσει το ηθικό των εργαζομένων και να συνεχίσουν τη σκληρή δουλειά, παρά τη μείωση των υλικών απολαβών τους.
Ναι, με διακατέχει αυτή η εμμονή: φιλτράρω πολύ προσεχτικά και πολύ καχύποπτα αυτά που ακούω και διαβάζω – και ψάχνω πάντα σε ποια κατεύθυνση προσπαθούν να σπρώξουν τη σκέψη και την πράξη μου – και βρίσκω πάντα, ή τις περισσότερες φορές, ότι δεν είναι αυτή η δική μου επιλογή – και απέχω.

“golden kitten” phot@art by Aeglie
Η μαγεία, ωστόσο, συχνά τρυπώνει να φανερωθεί και μέσα από ό,τι έχω αρνηθεί.
Πάντα έκανα πράγματα για μένα. Έτσι όπως συμβουλεύουν εκείνοι στους οποίους έχουμε αναθέσει να μας συμβουλεύουν. Φρόντιζα να έχω στη διάθεσή μου χρόνο και χρήμα για να καταναλώνω σε αγαπημένες ενασχολήσεις. Και αυτό μου έδινε, πρέπει να ομολογήσω, μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση. Όπως τα μαθήματα και τα σεμινάρια που παρακολουθούσα σε πεδία που αγαπώ. Και ήταν αυτά που μπορούσα να στερηθώ για να αντιμετωπίσω την οικονομική κρίση που μου επιβλήθηκε για να αντιμετωπιστεί, ανάμεσα σε άλλα, η παγκόσμια έλλειψη τροφίμων.
Έτσι έμεινα με χρόνο δυσανάλογα, σε σχέση με το χρήμα, διαθέσιμο. Και χαλάρωσα, δεν είχα πια τόσο πολλά να προλάβω. Και άρχισα να βλέπω και ν’ ακούω τα σημάδια να με προτρέπουν να κάνω κάτι για τους άλλους. “Α, δεν είμαι εγώ για τέτοια,” ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Τα σημάδια όμως επέμεναν κι έκαναν πιο συχνή την παρουσία τους κάθε μέρα που περνούσε. Και ενέδωσα: τηλεφώνησα στο Χαμόγελο του Παιδιού και ζήτησα να με δεχτούν ως εθελόντρια.
Ξεκίνησα πολύ επιφυλακτικά, στην αρχή σε εργασίες μακριά από τα παιδιά. Αλλά ο μαγικός μήνας Αύγουστος, που αλλάζει τους συσχετισμούς, δημιούργησε ένα κενό που μου ζητήθηκε να καλύψω. Δεν είπα όχι. Ευτυχώς, δεν είπα όχι. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάνοντας κάτι για τους άλλους, ένιωσα ολοκληρωτική χαρά και ευφροσύνη. Ένιωσα ότι τώρα έκανα πραγματικά κάτι για μένα.
Η χαρά του εθελοντή είναι πικρή. Δημιουργείται στο περιθώριο της δυσχέρειας του συνανθρώπου. Είναι όμως βαθιά και ουσιαστική. Βρίσκεσαι ξαφνικά να συμμετέχεις στην προσπάθεια για έναν καλύτερο κόσμο. Μπορείς, στ’ αλήθεια, να κάνεις κάτι για ν’ ανακουφίσεις τον πόνο του διπλανού σου. Κάτι πραγματικό, απτό. Και τότε είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι εκείνος είναι που σε βοηθάει. Βοηθάει να ξυπνήσει μέσα σου ο θαυμασμός, εκεί που πρώτα διαχεόταν ψυχοφθόρος ο οίκτος.
Comments : 10 Comments »
Tags: παιδί, χαρά, αύγουστος
Categories : "golden kitten", "το χαμόγελο του παιδιού", "κάνε κάτι για σένα", πεζογραφία, φωτογραφία: Αίγλη, φιλοσοφία, αρθρογραφία, επίκαιρα, εθελοντισμός, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, phot@rt by Aeglie, photography
ανάληψη
18 08 2010

“reach the blooming sky” phot@rt by Aeglie
Η γη καταπίνει τις καλλιέργειες και η σοδειά που μοχθήσαμε θρέφει το χώμα που πατάμε. Το χώμα που είμαστε εισέρχεται στον καιρό της αθρεψίας. Εύφορος καιρός για να θρέψουμε το πνεύμα: να γευτεί η κοιλιά μπουκιές αναπνοής της ζωοδόχου, να χορτάσει ο ουρανίσκος το διαυγές άρωμα του γαλανού. Καιρός σοφός για να σηκώσουμε τα μάτια από την ανάγκη – και, για μόνη τη χαρά της ελαφρότητας, να αναληφθούμε από τους ουρανούς.
Comments : 8 Comments »
Tags: άρωμα, καιρός, ουρανός
Categories : "ανάληψη", "reach the blooming sky", πεζογραφία, ποίηση, φωτογραφία: Αίγλη, φιλοσοφία, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, phot@rt by Aeglie, photography
γαλανό για το ταξίδι
9 07 2010
“blooming heart” phot@rt by Aeglie
Αργυρογάλανες δέσμες διαρρηγνύουν το παχύ στρώμα του γκρίζου σύννεφου που έχει εξαπλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το θόλο και χύνουν το φως του ήλιου από τον ουρανό στη γη σαν μέσα από ένα δίχτυ, στη δύση.
Ο δρόμος που οδηγώ βλέπει για λίγο δυτικά και με λούζει αυτή η εικόνα: το διάφανο γαλάζιο καθώς ρέει μπρος απ’ την κουρτίνα της συννεφιάς.
Αυτό το γαλανό, θυμάμαι, υπάρχει πάντα στα όνειρά μου. Ανοίγει το ταξίδι. Και παρακάτω, εκεί που μου φάνηκε σαν να ήταν ο προορισμός, έρχεται πάλι ν’ απλώσει το ταξίδι από κει και πέρα – πάντα πιο πέρα.
Comments : 12 Comments »
Tags: προορισμός, γαλάζιο, κουρτίνα
Categories : "blooming heart", "γαλανό για το ταξίδι", πεζογραφία, ποίηση, φωτογραφία: Αίγλη, επίκαιρα, ημερολόγιο, μικρή ιστορία, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, phot@rt by Aeglie, photography
The Fountainhead, by Ayn Rand
31 05 2010
Τα φύλλα σέρνονταν, τρέμοντας κάτω απ’ τον ήλιο. Δεν ήταν πράσινα, μόνο λίγα, σκόρπια μες στο χείμαρρο, διακριτές σταγόνες ενός πράσινου τόσο φωτεινού και καθάριου που πλήγωνε τα μάτια. Τα υπόλοιπα δεν ήταν χρώμα, ήταν φως, η ύλη της φωτιάς πάνω στο μέταλλο, ζωντανές σπίθες δίχως άκρη. Έμοιαζε λες και το δάσος ήταν μια έκταση από φως που σιγόβραζε για να φτιάξει αυτό το χρώμα, αυτό το πράσινο που αναδυόταν σε μικρές φυσαλίδες, το συμπυκνωμένο απόσταγμα της άνοιξης. Τα δέντρα αντάμωναν γέρνοντας πάνω από το δρόμο και τα φωτεινά σημάδια του ήλιου πάνω στο έδαφος κινούνταν με την κίνηση των κλαδιών, σαν ενσυνείδητο χάδι. Ο νεαρός άντρας ευχόταν να μην πέθαινε.
Όχι αν η γη μπορεί να είναι έτσι, σκέφτηκε. Όχι αν μπορεί ν’ ακούει την ελπίδα και την υπόσχεση σαν φωνή, με φύλλα και κορμούς δέντρων και βράχους αντί για λέξεις. Αλλά ήξερε ότι η γη ήταν έτσι μόνο επειδή δεν είχε δει ίχνος ανθρώπου για ώρες. Ήταν μόνος. Κατηφόριζε με το ποδήλατό του ένα ξεχασμένο μονοπάτι ανάμεσα στους λόφους της Πενσυλβάνια όπου δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν και όπου μπορούσε να νιώσει το ζωντανό θαύμα ενός ανέγγιχτου κόσμου.
Ήταν πολύ νέος. Είχε μόλις αποφοιτήσει από το κολέγιο – εκείνη την άνοιξη του έτους 1935 – και ήθελε ν’ αποφασίσει αν η ζωή άξιζε. Δεν ήξερε ότι αυτό αναρωτιόταν. Ούτε σκεφτόταν το θάνατο. Σκεφτόταν μόνο ότι λαχταρούσε να βρει χαρά και λόγο και νόημα για να ζήσει – και τίποτα απ’ αυτά δεν είχε βρει πουθενά.
Δεν του άρεσαν τα πράγματα που είχε μάθει στο κολέγιο. Όλ’ αυτά που είχε διδαχθεί για την κοινωνική ευθύνη, για μια ζωή υπηρεσίας και αυτοθυσίας. Όλοι έλεγαν ότι ήταν όμορφο κι εμπνευστικό. Μα δεν ένιωθε εμπνευσμένος. Δεν ένιωθε τίποτα απολύτως.
Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που γύρευε στη ζωή. Το ένιωσε εδώ, σε τούτη την άγρια μοναχικότητα. Μα δεν αντιμετώπιζε τη φύση με τη χαρά του υγιούς ζώου: ως κατάλληλο και τελικό περιβάλλον. Την αντιμετώπιζε με τη χαρά του υγιούς ανθρώπου: ως πρόκληση – ως εργαλείο, μέσο και υλικό. Ώστε ένιωθε θυμό που θα ‘πρεπε να βρίσκει αγαλλίαση μόνο στην ερημιά, που αυτή η εξαίσια αίσθηση της ελπίδας θα χανόταν σαν επέστρεφε στους ανθρώπους και στα έργα τους. Συλλογιζόταν ότι αυτό δεν ήταν το σωστό, ότι το έργο του ανθρώπου θα ‘πρεπε να ‘ναι ένα βήμα ψηλότερα: βελτίωση της φύσης, όχι υποβιβασμός. Δεν του άρεσε να περιφρονεί τους ανθρώπους. Ήθελε να τους αγαπά και να τους θαυμάζει. Αλλά έτρεμε στη θέα του πρώτου σπιτιού, σφαιριστηρίου και κινηματογραφικού πόστερ που θα συναντούσε στο δρόμο του.
Εκείνο που πάντα ήθελε ήταν να γράφει μουσική. Και δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει διαφορετικά αυτό που αναζητούσε. Για να καταλάβεις πώς είναι, έλεγε στον εαυτό του, αρκεί ν’ ακούσεις τις πρώτες φράσεις από το Πρώτο Κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι ή την τελευταία κίνηση από το Δεύτερο του Ραχμάνινοφ. Οι άνθρωποι δεν έχουν βρει τις λέξεις να το περιγράψουν ούτε την πράξη ούτε τη σκέψη, αλλά έχουν βρει τη μουσική. Ας το έβλεπα σε μια απλή ενέργεια του ανθρώπου. Ας το έβλεπα να γίνεται πραγματικότητα. Ας έβλεπα την απάντηση στην υπόσχεση αυτής της μουσικής. Ούτε υπηρέτες ούτε υπηρετούμενοι, ούτε βωμοί και θυσίες – αλλά η τελείωση, η εκπλήρωση, η έξοδος από τον πόνο. Μη με βοηθάτε και μη με υπηρετείτε – αλλά αφήστε με να το δω μια φορά γιατί το έχω ανάγκη. Μην εργάζεστε για την ευτυχία μου, αδελφοί μου, δείξτε μου τη δική σας, δείξτε μου ότι είναι δυνατόν, δείξτε μου ότι τα καταφέρατε – και η γνώση αυτή θα μου δώσει το κουράγιο να τα καταφέρω κι εγώ.
Είδε ένα γαλανό άνοιγμα εμπρός, εκεί που ο δρόμος τελείωνε στο ψηλότερο σημείο της κορυφογραμμής. Έντονο και καθαρό γαλάζιο σαν μια ταινία νερού απλωμένη ανάμεσα σε πράσινα κλαδιά. Παράξενο, σκέφτηκε, να ‘ρθω ως την άκρη για να μη βρω τίποτα παρά το γαλανό πέραν, τίποτα παρά τον ουρανό εμπρός, επάνω και κάτω. Έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε, αναβάλλοντας τη σκέψη του εφικτού για την ώρα, παραχωρώντας τον εαυτό του στο όνειρο, να πιστέψει για λίγες στιγμές ότι θα φτάσει στην κορυφή, θ’ ανοίξει τα μάτια του και θα δει το γαλανό ν’ ακτινοβολεί από κάτω.
Το πόδι του άγγιξε το έδαφος, διακόπτοντας την πορεία του. Σταμάτησε και άνοιξε τα μάτια του. Στάθηκε ακίνητος.
Στην ανοιχτή κοιλάδα, πέρα χαμηλά, στο πρώτο φως της μέρας, έβλεπε μια πόλη. Αλλά δεν ήταν πόλη. Οι πόλεις δεν είναι έτσι. Ανέβαλε τη σκέψη του εφικτού πάλι για λίγο, ώστε να μη γυρέψει απαντήσεις κι εξηγήσεις, μόνο να δει.
Μικρά σπίτια κρέμονταν απ’ τις πλαγιές του λόφου μπροστά του ως κάτω τους πρόποδες. Ήξερε ότι οι πλαγιές είχαν μείνει ανέγγιχτες και τίποτα τεχνητό δεν είχε μεταβάλλει τη φυσική ομορφιά του επικλινούς εδάφους. Ωστόσο, κάποια δύναμη γνώριζε πώς να χτίσει σε αυτές τις πλαγιές με τέτοιον τρόπο, ώστε τα σπίτια να είναι φυσική συνέχεια και κανείς να μην μπορεί πια να φανταστεί τους λόφους τόσο όμορφους χωρίς αυτά. Λες κι οι αιώνες κι όλα τα τυχαία γεγονότα που έφτιαξαν αυτές τις πλαγιές με το μόχθο των μεγάλων τυφλών δυνάμεων να περίμεναν την τελική τους έκφραση, να ήταν απλώς ένας δρόμος ως το σκοπό – και ο σκοπός ήταν αυτά τα κτίρια, μέρος των λόφων, σχηματισμένα από τους λόφους, που όμως τους κυρίευαν δίνοντάς τους νόημα.
Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από καθαρή πέτρα – όπως οι βράχοι που προεξείχαν από τις πράσινες λοφοπλαγιές – και από γυαλί. Μεγάλα τζάμια προσκαλούσαν τον ήλιο να ολοκληρώσει την κατασκευή, κάνοντας το φως του ήλιου μέρος της οικοδομής. Τα σπίτια ήταν πολλά, ήταν μικρά, απομακρυσμένα το ένα από το άλλο κι ούτε δυο από αυτά δεν ήταν όμοια. Μα ήταν παραλλαγές ενός θέματος, σαν συμφωνία που παιζόταν από μια ανεξάντλητη φαντασία. Και μπορούσες ακόμα ν’ ακούσεις ανάμεσά τους το γέλιο από τη δύναμη που είχε απελευθερωθεί, μια δύναμη που είχε τρέξει και είχε καλπάσει και είχε προσπαθήσει να ξοδευτεί, αλλά δεν είχε φτάσει την κορύφωσή της. Η μουσική, σκέφτηκε, η υπόσχεση της μουσικής που είχε επικαλεστεί, η αίσθησή της στην πραγματικότητα – να την εδώ μπρος στα μάτια του. Δεν την έβλεπε – την άκουγε σε συγχορδίες – σκεφτόταν ότι υπήρχε μια κοινή γλώσσα ανάμεσα στη σκέψη, τη θέαση και τον ήχο – ήταν τα μαθηματικά; – η πειθαρχία της λογικής – η μουσική ήταν μαθηματικά – και η αρχιτεκτονική ήταν μουσική με την πέτρα – ήξερε ότι ήταν ζαλισμένος γιατί αυτός εδώ ο τόπος εμπρός του δεν μπορούσε να είναι αληθινός.
Έβλεπε δέντρα, πρασιές, δρομάκια ν’ ανηφορίζουν τυλίγοντας τις λοφοπλαγιές, πλακόστρωτα σκαλοπάτια, σιντριβάνια, πισίνες, γήπεδα τένις – κι ούτε ένα σημάδι ζωής. Ο τόπος ήταν ακατοίκητος.
Αυτό δεν τον ξάφνιαζε, όχι όσο τον ξάφνιαζε η θέα. Κατά κάποιον τρόπο, έτσι ήταν το σωστό: αυτό δεν ήταν μέρος του γνωστού κόσμου. Και για την ώρα δεν είχε καμιά λαχτάρα να μάθει τι ήταν.
Αρκετή ώρα αργότερα κοίταξε γύρω του – και τότε είδε ότι δεν ήταν μόνος του. Λίγα βήματα πιο πέρα ένας άντρας καθόταν πάνω σε μια στρογγυλή πέτρα και κοιτούσε κάτω την κοιλάδα. Ο άντρας φαινόταν απορροφημένος από τη θέα και δεν άκουσε ότι τον πλησίαζε. Ήταν ψηλός και αδύνατος με μαλλιά πορτοκαλί.
Το αγόρι κατευθύνθηκε προς τον άντρα κι όταν εκείνος σήκωσε τα μάτια του, μάτια γκρίζα και ήρεμα, ήξερε ότι ένιωθε το ίδιο πράγμα και ότι θα του μιλούσε όπως ποτέ πουθενά αλλού δεν θα μιλούσε σ’ έναν ξένο.
“Δεν είναι αληθινό, έτσι;” ρώτησε δείχνοντας κάτω.
“Ε, ναι, τώρα είναι” απάντησε ο άντρας.
“Και δεν είναι σκηνικό για ταινία ή κάποιο άλλο παρόμοιο κόλπο;”
“Όχι. Είναι καλοκαιρινό θέρετρο. Μόλις ολοκληρώθηκε. Θ’ ανοίξει σε λίγες εβδομάδες.”
“Ποιος το έχτισε;”
“Εγώ.”
“Πώς σε λένε;”
“Χόουαρντ Ρόαρκ”
“Σ’ ευχαριστώ,” είπε το αγόρι. Ήξερε ότι τα στέρεα μάτια που τον κοίταζαν καταλάβαιναν κάθε τι που αυτές οι δυο λέξεις σκέπαζαν. Ο Χόουαρντ Ρόαρκ έκλινε το κεφάλι του σε επιβεβαίωση.
Με το ποδήλατο πλάι του, το αγόρι κατηφόρισε το στενό μονοπάτι απ’ την πλαγιά του λόφου προς την κοιλάδα και τα σπίτια. Ο Ρόαρκ τον κοιτούσε. Δεν τον είχε δει ποτέ πριν ούτε θα τον έβλεπε ξανά. Δεν ήξερε ότι είχε δώσει σε κάποιον το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή.
Comments : Leave a Comment »
Tags: πόλη, σ'ευχαριστώ, αγόρι
Categories : "the fountainhead", book, by Ayn Rand, πεζογραφία, βιβλίο, μετάφραση, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, prose, the wonder word world, translation
η ζωγραφιά στη σανίδα
15 03 2010
“water mirror” phot@rt by Aeglie
Έξω, στις όχθες του κόσμου, ζούσαν. Λίγο ψηλότερα απ’ τον ποταμό, που πήγαινε το νερό στην πόλη. Έβλεπαν από μακριά τη θάλασσα ν’ ανυπομονεί για το καλοκαίρι. Τα σπίτια τους κρεμασμένα μες στον αρχαίο ελαιώνα. Παιδιά. Τα δέντρα λύγιζαν τα κλαδιά τους και τ’ ανέβαζαν καθένα στο δικό του. Ξύλινα, ελαφρά, μικρά. Ένα στρώμα, μια κουβέρτα, τετράδια.
Κουρασμένα απ’ το παιχνίδι στο ποτάμι όλη τη μέρα, σκαρφάλωναν τα όνειρά τους το βραδάκι, με χρωματιστά μολύβια στις λευκές σελίδες. Μαζεύονταν να κουρνιάσουν τα πουλιά, με τρελούς κελαηδισμούς. Και πριν ησυχάσουν εκείνα, έπιαναν το τραγούδι τα παιδιά. Σε λίγο και τ’ αστέρια. Όλα τα παιδιά έβλεπαν τ’ αστέρια. Μόνο δυο άκουγαν το τραγούδι τους. Συνέχιζαν να το σφυρίζουν σιγανά καθώς κοιμόνταν τα μικρότερα. Ύστερα, γλιστρούσαν αθόρυβα απ’ τα δέντρα τους και συναντιόνταν στο πλάτωμα στην όχθη. Ξάπλωναν πλάι σιωπηλά και κοίταζαν τ’ αστέρια ως να τα σβήσει η αυγή.
Εκείνη τη νύχτα είπε: “Δες, όλ’ αυτά τ’ αστέρια τραγουδούν την αγάπη μας, απόψε.” Τότε σηκώθηκαν, ανέβηκαν τη σανίδα, κατέβηκαν το ποτάμι, βγήκαν στη θάλασσα, συνέχισαν στ’ ανοιχτά, έφτασαν στο νησί.
Δε φαινόταν, στην τρυφερή φθινοπωρινή ομίχλη, αλλά η σανίδα τους ήξερε πού τα πήγαινε. Είχαν ονειρευτεί το νησί, που στο σώμα του θα έσμιγαν. Το είχαν ζωγραφίσει στα τετράδιά τους. Αργότερα, κάποια νύχτα, το είχαν ζωγραφίσει μαζί στο κορμί της σανίδας.
Comments : 8 Comments »
Tags: παιχνίδι, όνειρο, αγάπη
Categories : "η ζωγραφιά στη σανίδα", "water mirror", παραμύθι, πεζογραφία, φωτογραφία: Αίγλη, φιλοσοφία, ο θαυμαστός κόσμος του λόγου, photography
















kind of dialogue