χρωματιστές αγκαλιές

11 12 2009
walton on thames

“colour sky dance” phot@rt by Aeglie

Κοιτάζω την αγάπη. Κυλάει απ’ τα μάτια των παιδιών κι όλα τα τυλίγει μες στο νέφος της. Είναι διάφανη, γεμάτη σκόρπιες αχνές χρωματιστές ζωγραφιές.
Εκείνο το χλωμό παιδί, στην άκρη της αυλής, απλώνει το σύννεφο της αγάπης του πολύ μακριά – πέρα απ’ ό,τι φαίνεται. Κι έτσι καταφέρνει να βλέπει πίσω απ’ τους τοίχους και να μιλάει, μέσα στην καρδιά του στη σιωπή, με άλλα παιδιά και άλλα παιχνίδια που δεν το γνώρισαν ακόμα. Εκείνα ακούν τα λόγια του σαν να ‘ταν οι δικές τους σκέψεις. Και δεν του απαντούν. Γι’ αυτό το χλωμιάζει η μοναξιά.
Ωστόσο, αγαπά πολύ τα χρώματα. Έχει χρωματίσει την αγάπη του με λίγο απ’ το χρώμα του ήλιου. Πολύ λίγο, πολύ απαλό, έτσι δα μόνο να την ξεχωρίζουν εκείνοι που ατενίζουν από μακριά τ’ αόρατα. Και επειδή αγαπά πολύ τα χρώματα. Και διαρκώς τη γεμίζει ζωγραφιστές αγκαλιές απ’ το χρώμα της σελήνης κι απ’ τα χρώματα όλων των άστρων. Ο ήλιος, η σελήνη και τ’ άστρα του δίνουν πάντα γενναιόδωρα από τα χρώματά τους. Μα εκείνο δεν παίρνει πολύ. Αντίθετα, πολύ λίγο. Μόνο όσο του είναι απολύτως απαραίτητο. Όσο χρειάζεται για να ξεχωρίζει τις αγκαλιές που στέλνει σε κάθε τι. Γιατί τα πράγματα και τα πλάσματα ξαφνιάζονται δυσάρεστα με τις αγκαλιές. Και δε θέλει να τα δει να δυσανασχετούν πάλι με μια άγνωστη, αόρατη αγκαλιά – τώρα που μόλις εξοικειώθηκαν με τις δικές του και τις καλοδέχονται.





για το φόβο

6 12 2009

Την ησυχία που έχει εγκατασταθεί στο σπίτι απόψε αναστατώνει ο ήχος του ελικόπτερου. Πάνω απ’ το κέντρο της πόλης κινείται και παρακολουθεί τις εκδηλώσεις και τις διαδηλώσεις για το φόβο των επεισοδίων – για το φόβο. Σαν σήμερα πριν ένα χρόνο ένα παιδί 15 χρονών έπεσε νεκρό στο πλακόστρωτό της κι ένα χέρι που εκείνη είχε οπλίσει έκανε έναν άντρα δολοφόνο.
Η γωνιά του φονικού με παρακινεί συχνά να παρακάμψω την καθημερινή μου διαδρομή και να σταθώ λίγες στιγμές εκεί για να σκεφτώ ότι η μόνη δυνατότητα που έχει εξασκήσει τόσο αποτελεσματικά ο άνθρωπος είναι η αφαίρεση της ζωής του ανθρώπου.

γίνου το φως που είσαι





σήμερα βροχή

17 10 2009
IMG_2014

“sky purple waves” phot@rt by Aeglie

Βρέχει απ’ το πρωί, σιγανά. Κάποτε, μόλις δυνατότερα. Κάθομαι στο μπαλκόνι κι έχει λίγη ψύχρα. Κοιτάζω το σμάρι τις υγρές κλωστές που κατεβαίνουν και σμίγουν κι υφαίνουν το διάφανο, υδάτινο κάλυμμα του δρόμου. Στιγμιαία, βλέπω να ξετυλίγονται χρώματα απ’ το νήμα τ’ ουρανού. Θα μου δείξει η βροχή το αόρατο σώμα της, σήμερα. Αλλ’ αυτό ήταν όλο. Για μια στιγμή. Όχι πάλι. Έτσι, για μια τόση δα στιγμή και είναι αρκετό. Είναι αρκετό για να σου πει ότι, ναι, αυτό που γνωρίζεις υπάρχει κι όταν δεν το βλέπεις. Υπάρχει η αγάπη και βρέχει απ’ τους ουρανούς διάφανη, αόρατη στα ατελή μας μάτια και αιθέρια – και μας λούζει.
Το διπλανό διαμέρισμα συγυρίζεται. Μ’ ενοχλεί. Όχι ο θόρυβος, ο βίαιος θόρυβος, που παρεμβάλει τον κελαρυσμό. Μ’ ενοχλεί γιατί μου θυμίζει ότι έχω κι εγώ δουλειές και τις έχω παραμελήσει. Κοιτάζω μέσα το σπίτι. Τ’ απομεινάρια του πρωινού στο τραπέζι. Πόσο όμορφο είναι το τραπέζι στρωμένο για φαγητό. Και πόσο άσχημο γίνεται σε λίγο, αφού σηκωθούμε χορτασμένοι.
Δυο παιδικές ομπρέλες κυνηγιούνται στο δρόμο. Και μια ενήλικη τρέχει ξοπίσω τους. Στη διασταύρωση, στέκονται οι μικρές, η μεγάλη τις προφταίνει και τις παίρνει απ’ το χέρι.
Η βροχή κάνει διάλειμμα κι εγώ μπαίνω με φούρια κι ενοχές να βάλω τάξη σ’ αυτό το σπίτι που με ξέρει. Η βροχή ξαναπιάνει το κατρακυλητό της. Βιάζομαι να τελειώσω το ξέβγαλμα στο νεροχύτη και να βγω πάλι να καθίσω ήσυχα στο μπαλκόνι, να κρυώνω λίγο, ίσα που να θέλω κάτι στους ώμους, το χέρι σου στους ώμους μου – και να βλέπω και ν’ ακούω να βρέχει.
Τυλίγω τα χέρια μου αγκαλιά μπροστά στο στήθος, τρεμουλιάζω λίγο, κλείνω τα μάτια και ρουφάω τον κελαηδισμό της βροχής. Τώρα πιο δυνατός. Πίσω απ’ το ρυθμικό χτύπημα του νερού, κάτω στο δρόμο, πάνω στις στέγες, στις τέντες, στ’ αυτοκίνητα, μες στις αυλές, κυλάνε λέξεις. Είναι άγνωστοι οι ήχοι τους, αλλά είναι οι γνώριμες, καθημερινές μας λέξεις. Και φράσεις. Ολόκληρες φράσεις. Η βροχή λέει μια ιστορία. Πολλές ιστορίες. Διαδρομές. Ναι, ιστορεί διαδρομές. Αφηγείται τα ταξίδια του νερού. Το νερό, που τώρα βρέχει, λέει η βροχή, έχει ταξιδέψει μέσ’ απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης, γιατί όλα διψούν. Και μόλις φτάσει στο τέρμα δε θα σταθεί ούτε γι’ ανάσα, πάλι θα πάρει το δρόμο απ’ την αρχή, γιατί ίσα που θα τα προλάβει να μη μαραθούν.
Έτσι τα λέει η βροχή, όχι ακριβώς, λίγο σαν τραγουδιστά, δεν ξέρω. Δεν ξέρω πώς ξαφνικά ακούω τη φωνή σου, πότε χτύπησε το τηλέφωνο και σηκώθηκα και πήγα και το σήκωσα κι απάντησα.
‘θ’ αργήσεις κι αν θέλω, που τόσο μου αρέσει να οδηγώ στη βροχή, να ‘ρθω να σε πάρω και να πάμε έξω για φαγητό, ναι, εκεί πλάι στη θάλασσα, θα τηλεφωνήσεις για ένα τραπέζι στη σκεπαστή αυλή και το σπίτι θα το συγυρίσουμε αύριο μαζί’
Αφήνω το αυτοκίνητο να κυλήσει αργά έξω κι ακούω την ιστορία της βροχής στην οροφή του. Βγαίνω αργά στο δρόμο. Βγαίνω αργά, στους δρόμους. Μούσκεμα όλα. Έχουν πλυθεί καλά και τώρα λάμπουν. Έρχομαι κοντά σου σήμερα βροχή: νερό και αγάπη.





κρύβομαι πίσω απ’ ό,τι άφησες πίσω

16 09 2009

Από το παράθυρό μου ως απέναντι:

Η ροδιά έχει κρεμάσει τα κλαδιά της – βαριά, γεμάτα ρόδια ώριμα – έξω απ’ τον τοίχο του κήπου της, η γάτα σκαρφαλώνει αθόρυβα κι εκείνο το πουλί, που τρυπάει το φλοιό να ρουφήξει το χυμό του καρπού, φτερουγίζει μακριά τρομαγμένο

Ένα μικρό παιδί χορεύει απ’ το χέρι της μητέρας του, στο άλλο χέρι της έχει παραδώσει τη σχολική του τσάντα

Το φορτηγάκι μουγκρίζει την ανηφόρα, τρίζουν τα σιδερικά στην καρότσα του, ο παλιατζής μας καλεί να του παραδώσουμε όλα τα άχρηστα και τα περιττά

Κρύβομαι πίσω απ’ την κουρτίνα – δε θα σε προδώσω ούτε σήμερα