
“I’m flowering” phot@rt by Aeglie

“I’m flowering” phot@rt by Aeglie

“sky flourishes” phot@rt by Aeglie
Μυρίζω στα χέρια μου την καινούργια κρέμα χεριών που μου χάρισε η Lyn. Είναι το πρώτο δώρο που παίρνω στα χέρια μου για τα φετινά γενέθλια.
Κόλλησα στο Heathrow. Η χτεσινή πτήση ακυρώθηκε. Έκλεισα ένα τελευταίο δωμάτιο που βρήκα σε ένα B&B, αλλά ως να βγω από το αεροδρόμιο η ώρα είχε πάει κοντά στα μεσάνυχτα, η ουρά ήταν ατελείωτη στην αναμονή των ταξί και το κρύο έτσουζε. Χωρίς δεύτερη σκέψη γύρισα στις αίθουσες αναμονής του αεροδρομίου. Βρήκα μια σχετικά ζεστή γωνιά στους πάνω ορόφους – το ισόγειο ήταν παγωμένο – και προσπάθησα να επικοινωνήσω για την ακύρωση του δωματίου. Δεν τα κατάφερα.
Το πρωί πήρα μήνυμα από την αεροπορική εταιρία ότι και η σημερινή πτήση ακυρώνεται. Ζήτησα έναν δυνατό καπουτσίνο από το Costa. Κοίταξα στο διαδίκτυο τι μπορώ να κάνω για επανακράτηση. Μπήκα πάλι σε μια ουρά με άλλους επιβάτες με ακυρωμένες τις πτήσεις τους, μήπως πάρω κάποια χρήσιμη πληροφορία. Οι ανακοινώσεις επέμεναν: εάν η πτήση σας ακυρώθηκε, αφήστε το αεροδρόμιο και κάνετε καινούργια κράτηση online.
Κάποια στιγμή ένιωσα δυσφορία. Αυτή η αίσθηση δεν μου αρέσει. Λίγο αν ξεφύγω από τη δόνηση της χαράς της ζωής, ρωτώ τον εαυτό μου: τι κάνω εγώ εδώ; Βγήκα έξω, πήρα ταξί, πήγα να βρω το δωμάτιο που είχα κλείσει για χτες.
Απόλαυσα μια θαυμαστή διαδρομή. Η βροχή ταιριάζει τόσο πολύ στη βρετανική εξοχή. Το δωμάτιο με περίμενε. Και οι οικοδεσπότες κατανόησαν απολύτως τις περιστάσεις, που με οδήγησαν στη χτεσινή ασυνέπεια.
Πλύθηκα, έφαγα κάτι που είχα μαζί μου και κοιμήθηκα για μεσημέρι νωρίς. Κατά τις τρεις βγήκα περίπατο, αγόρασα ένα ζεστό κασμηρένιο μπλουζάκι – το κρύο είναι πολύ εδώ σήμερα – και φαγητό από το τοπικό sainsbury’s. Κι ένα μικρό μικρό μπουκαλάκι κρασί, να πιω στην υγειά μου, γιορτάζω σήμερα. Γύρισα και ανάρτησα στο facebook το πού βρίσκομαι με τις απαραίτητες φωτογραφίες. Κάτω από αυτήν την ανάρτηση γράφτηκαν οι γενέθλιες ευχές των φίλων μου.
Πριν από λίγο χτύπησε η πόρτα. Ήταν η Lyn που ήρθε να μου ευχηθεί για τα γενέθιά μου με το δώρο της. Η κόρη της είδε στο facebook την ανάρτηση, έριξε στην αυτόματη μετάφραση κάποια από τα σχόλια, είδε ότι έχω γενέθλια σήμερα.
Μυρίζω στα χέρια μου την καινούργια κρέμα χεριών που μου χάρισε η Lyn, που την γνώρισα σήμερα. Σκέφτομαι όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους που γνώρισα από χτες. Μια περιπέτεια, λοιπόν, μπορεί να είναι το μεγαλύτερο δώρο. Όχι, δεν θα τους ξαναδώ – ίσως, τυχαία. Αλλά είμαστε ο ένας εκεί για τον άλλο σε όλη τη διαδικασία. Ρωτούσαμε χωρίς δισταγμό. Απαντούσαμε πρόθυμα. Ψάχναμε μαζί. Καθόταν ο ένας κι ο άλλος κρατούσε τη θέση του στην ουρά. Δεν μιλώ γι’ αυτούς που ταξίδευαν μαζί. Μιλώ για αγνώστους. «Κράτησέ μου, σε παρακαλώ πολύ, τη σειρά να καθίσω λίγο.» «Έλα τώρα πήγαινε εσύ να καθίσεις.»
Η, «μπορώ να σου κρατήσω τη θέση, αν θέλεις να περπατήσεις λίγο,» όπως μου είπε μια ευγενέστατη κυρία σήμερα το πρωί. Είχε πάει μια βόλτα εκείνη όσο κρατούσε ο άντρας της τη σειρά και γύρισε με δυο μπουκάλια νερό. Έδωσε το ένα σε μένα.
Μυρίζω στα χέρια μου την καινούργια κρέμα χεριών που μου χάρισε η Lyn και ευχαριστώ τη ζωή για όλους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους που φέρνει κάθε μέρα στο δρόμο μου.

‘’small white flames’’ phot@rt by Aeglie
α, πώς θεριεύει θυμωμένος ο νοτιάς και ξαναμένος σηκώνεται τον άνεμο και κυνηγά και φουσκώνει κύματα στους βράχους πάνω τα πετά
από τις ερήμους ξεσηκώνει τη σκόνη και απλώνει στους ορίζοντες, τη θέα γύρω σου θολώνει και θέλεις μέσα σου να στρέψεις και να κρύβεσαι
αλλά τότε μαλακώνει και γλυκαίνει, χαμηλώνει και σ’ αφήνει στο φως που είσαι να λουστείς και βαραίνει τα σύννεφα και φέρνουν τη βροχή
αφού ξεπλύνει την πόλη, ξεδιψάσει τη γη, γεμίσει τα ρυάκια, τραγουδήσει τα νερά, τη ράχη του γυρνά, δίνει τότε τη θέση του στον ψυχρό και διαυγή βοριά
άραγε φεύγει για να πάει τη σκόνη και τη θέρμη του αλλού και ίσως μακριά ή μένει κρυμμένος στη σπηλιά του και μελετά τα πάθη εντός του, με την καινούργια σοφία που του χάρισε αυτός ο φρέσκος γύρος του κόσμου
Έφτασα νωρίς στο γραφείο σήμερα
Άνοιξα τα παράθυρα να μπει πρωινή δροσιά
Χελιδόνια
Πόσος καιρός που είναι εδώ τα χελιδόνια
Αχ, με κείνο και με το άλλο μας ξεφεύγει η ξεγνοιασιά
Και ξεχνάμε να προσέξουμε τη χαρά και την ελευθερία
Τα μικρά φτερά και την ψαλιδωτή ουρά
Βαδίζω αργά σε αυτό το πλακόστρωτο, λες η σκιά μου με σέρνει
Ο χειμωνιάτικος ήλιος του μεσημεριού ζεσταίνει τη ράχη μου
Οι γαζίες έχουν εξαπλωθεί με τα λιγνά κλαδιά τους ολάνθιστα
Κόβω έναν μαλακό, στρογγυλό, κίτρινο ανθό που ευωδιάζει
Εισπνέω βαθιά
Εκπνέω αργά
Γεννούν τα σπλάχνα μου χαρά, ελαφράδα, ελευθερία
Έχω συχνά παρατηρήσει τη θαυμαστή και ευεργετική θεραπευτική δράση αυτού εδώ του τραγουδιού

“sunset beyond woods” phot@rt by Aeglie
Αυτή την ειρηνική ώρα που σερβίρεις δυο ποτήρια παγωμένο λευκό, πλάι σε μια πιατέλα μοσχόφλουδα, ενώ τα πουλιά ψάλλουν τον εσπερινό μες στις φυλλωσιές και τα μάτια βλέπουν μακριά γαλήνιο το πέλαγο να σμίγει στον ορίζοντα με το διαυγές στερέωμα
Αλλού,
Άνθρωποι μεθούν με τη μυρωδιά του αίματος και γλεντοκοπούν με την πλαταγή των όπλων και στρώνουν τραπέζι κάτω στο κρύο χώμα χωρίς φρέσκο ψωμί κι ο ουρανός νέφη ταραχής χαμηλώνει πάνω απ’ τη σκέπη τους και το βλέμμα τους δεν πάει πέρα από ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο
Γιατί
Ή, των πιο τολμηρών,
Ως πότε
Ως να δούμε μακριά βαθιά μέσα
Ως το θαύμα
Νυστάζει απελπισμένα. «Νάνι,» λέει. Και πάλι αντιστέκεται. Έτσι κάνουν τα παιδιά. Δεν πάνε για ύπνο όταν οι μεγάλοι είναι στο σαλόνι και η ζωή συνεχίζεται – δεν αφήνουν το παιχνίδι.
Νυστάζει απελπισμένα. «Νάνι,» λέει. Και πάλι αρνείται. Όλα γύρω είναι ήσυχα. Τα φώτα έχουν χαμηλώσει. Τα μωρά κοιμούνται. Οι γονείς ενοχλούνται: «μαμά, μαμά, μαμά, μαμά, μαμά.»
«Σε λέει μαμά;»
Όχι, δε με λέει μαμά. Δε φωνάζουμε έτσι τη μαμά μας. Λέει ότι θέλει τη μαμά της. Λέει ότι δικαιούται μια μαμά κι εκείνη. Λέει ότι θέλει μια μαμά δική της, να μείνει πλάι της όλη νύχτα, να ξυπνά και να τη βλέπει εκεί. Κάθε μωρό έχει μια μαμά στο προσκεφάλι του.
Νυστάζει απελπισμένα. «Εκεί, εκεί, εκεί,» μου δείχνει να καθίσω στην καρέκλα πλάι της, όπως κάθονται όλες οι μαμάδες πλάι στα κρεβατάκια των μωρών τους. Κάθομαι. «Εδώ είμαι εγώ, καρδούλα μου, κοιμήσου εσύ. Κλείσε τα ματάκια και κάνε νάνι.»
«Κοίτα, κοίτα,» δείχνει την ομπρέλα μου ανοιχτή στην άκρη. Την κλείνω για να την καθησυχάσω, να την ξεγελάσω. Να διώξει απ’ το νου της τη σκέψη ότι θα μείνει μόνη της σε λίγο, για λίγο, ως να την πάρει ο ύπνος. Γυρίζω κοντά της και σηκώνεται, «αγκαλιά,» λέει και πηδά επάνω μου. «Κοίτα, κοίτα,» μου δείχνει ένα παιχνίδι στην προσπάθειά της να με απασχολήσει με κάτι για να μείνω περισσότερο.
Κοίτα κοίτα μοιάζει ο κόσμος μια σταλιά
Κοίτα κοίτα κοίτα τον από ψηλά
Κοίτα κοίτα μια γαλάζια πινελιά
Κοίτα κοίτα ανθισμένη πρασινάδα
Κοίτα κοίτα ξαπλωμένη στη λιακάδα
Μπαίνει η νοσηλεύτρια: «εσείς, τι ώρα είστε;» «εννέα έντεκα» «είναι εντεκάμιση» «θα την κοιμίσω»
Κοίτα κοίτα νάνι κι όνειρα γλυκά
Κοίτα νάνι νάνι μες στην αγκαλιά
Νάνι νάνι νάνι θα ‘ρθει η γιατρειά
Νάνι νάνι πληγωμένη μαντινάδα
Νάνι κάνει η μικρή μου αχιβάδα
Και μου κρύβει θησαυρό μες στην καρδιά
Την ακουμπάω πάλι στο κρεβατάκι της, μισανοίγει τα μάτια. «Κοιμήσου, βασίλισσά μου, εδώ είμαι εγώ.» Χαμογελάει. Στη βασίλισσα και στη θάλασσα και στη μέλισσα. Φαίνεται, αυτό το διπλό σίγμα ακούγεται αστείο απ’ το στόμα μου. Γυρίζει πλευρό, τη σκεπάζω, προσπαθεί ν’ ανοίξει τα μάτια. «Κοιμήσου, πριγκίπισσά μου, εδώ είμαι εγώ.» Χαμογελάει. Ακουμπώ μαλακά το χέρι μου στο μικρό κουρασμένο της κεφάλι και χαϊδεύω τα μαλλιά της. Παραδίνεται στον ύπνο της.
Σκέφτομαι ότι δεν την έχω δει να γελά στ’ αλήθεια, να γελά από χαρά. Γελάει στο παιχνίδι – ένα γέλιο διακοπτόμενο, φοβισμένο. Ένα γέλιο νευρικό. Και είναι μόνο δυο χρονών.
Απομακρύνω πολύ αργά το χέρι μου από τα μαλλιά της. Το κρατάω λίγο πάνω στο μαξιλάρι. Έχει κοιμηθεί. Παίρνω σιγά το χέρι μου μακριά. Σηκώνω – αργά, πολύ αργά, σιγά να μην τρίξει – το κάγκελο του μικρού κρεβατιού. Το ακούει. Δεν μπορεί να ξυπνήσει. Μόνο τα χείλη της σχηματίζονται στην καμπύλη της θλίψης.
Ξέρει. Ξέρει ότι φεύγω. Ξέρει ότι θα ξυπνήσει και θα βρει το πλαστικό της ποτήρι γεμάτο νερό στο τραπεζάκι πλάι και θα μπορεί, αν διψά, να το φτάσει – αλλά θα είναι μόνη της.
Η ομπρέλα μου έχει στεγνώσει. Τα μάτια μου είναι νοτισμένα. Δε βρέχει πολύ. Κρατώ την ομπρέλα κλειστή. Ανάβω τσιγάρο. Κατηφορίζω προς τη λεωφόρο. Κυλά ένα δάκρυ. Το ψιλοβρόχι με βοηθά να δώσω έξοδο στον πόνο που κρατάω μέσα μου.
Με όλα όσα καταπιάνομαι τα καταφέρνω καλά – ή, έτσι νομίζω. Όσα εξαρτώνται από μένα, τουλάχιστον. Και μια αίσθηση ικανοποίησης και κάποιας έπαρσης, θα μπορούσα να πω, συχνά με διακατέχει.
Η ανεπάρκεια είναι κάτι καινούργιο εντός μου. Η αίσθηση της με βασανίζει από τότε που άρχισα τον εθελοντισμό. Τι μπορώ να κάνω, στ’ αλήθεια; Τι, πραγματικά, κάνω; Ανακουφίζω τον πόνο των παιδιών ή, μήπως, προσθέτω στις πληγές τους;
Στον πολιτισμένο κόσμο που γεννήθηκα και διάγω τον πολύτιμο βίο μου, τα ιδρύματα δε χωρούν, τα αδέσποτα πληθαίνουν. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που προσφέρουν εθελοντικά χρόνο και εργασία. Πάντα περισσότεροι εκείνοι που χρειάζονται βοήθεια: γέροντες, παιδιά, ζώα. Πολλοί είναι οι εθελοντές. Δεν επαρκούν. Οι ανάγκες – παράξενο – στον πολιτισμό, στον αναπτυγμένο μας κόσμο, είναι πάντα περισσότερες, πάντα μεγαλύτερες. Πάντα οι ανάγκες περισσεύουν. Παράξενες ανάγκες περισσεύουν στο σύγχρονο κόσμο: εγκατάλειψη, εκμετάλλευση, κακοποίηση.
Βγαίνω στη λεωφόρο. Τα μπαράκια γεμάτα στις αυλές – καπνιστές περισσεύουν.
Θυμάμαι, όταν πρωταντίκρισα τον Αλέξανδρο, αίφνης ένιωσα ακατανίκητη την ανάγκη να κάνω κάτι χειροπιαστό – η ποίηση δεν αρκεί – για να βοηθήσω ν’ αλλάξει αυτός ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει.
Θυμάμαι, στο κέντρο της πόλης ένα απόγευμα, ένας άντρας έλεγε αυστηρά σε άπταιστα ελληνικά σε μια αλλοδαπή γυναίκα: «να έρθεις στις δέκα, χωρίς το παιδί – το παιδί δεν το θέλω.»
Θυμάμαι, πρώτη μέρα στον εθελοντισμό, όταν, για πρώτη φορά, άκουσα εκείνο το τραγούδι στη διαδρομή: I see you’ve found my underground / So help yourself to guns and ammo / Nothing here has ever seen the light of day / I leave it in my head / It’s the first day of the rest of your life / You’ll remember me, for the rest of your life / It’s the first day of the rest of your life
The very first day. Βαδίζω τη λεωφόρο. Δεν το θέλω το παιδί. Μπαράκια γεμάτα στις αυλές. Nothing has seen the light of day. Καπνίζω τσιγάρο. Κοιμάται η μικρή μου αχιβάδα; Βγαίνω απ’ τη λεωφόρο. I’ll remember you. Ανηφορίζω προς το σπίτι. For the rest of my life.
«Ένας πλάνης, αυτό είναι, ένας ζητιάνος,» έλεγε ήσυχα η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο.
Την είχα συναντήσει το πρωί στην πόρτα του σχολείου. “Το νου σας μακριά από φόβο,” είπε στα παιδιά της και χαμογέλασε στην έκπληκτη όψη μου. Συστήθηκε και με προσκάλεσε σπίτι της το απόγευμα.
«Έρχεται στο κατώφλι του νου και ζητιανεύει τον οβολό του: την υποταγή μας.
«Έρχεται κρυμμένος μέσα σε παραινετικές συνταγές. “Πρόσεχε!” είναι η λέξη που αποτελεί το θεμελιώδες, παραπλανητικό συστατικό του.
«Έρχεται, μικρούλης κι ασθενικός, μια τόση δα σκιά – και θρέφεται με την αγωνία, την έγνοια, τον κόπο, τον πόνο, το μόχθο. Μέρα τη μέρα αυξάνει και διογκώνεται, επεκτείνεται κι εξαπλώνεται, καταλαμβάνει.»
Γέμισε τα ποτήρια δροσερή λεμονάδα.
«Τον φιλοξένησα πολύ καιρό. Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στους χώρους μου. Ο αγαπημένος μου τόπος μαραινόταν μες στη σκοτεινιά του.
«Αίφνης, ένα πρωί, αποφάσισα να παραιτηθώ από τις σκοτούρες. Έμεινε νηστικός όλη τη μέρα. Το άλλο πρωί, ο νους μου είχε ξαστερώσει. Ωστόσο, τον φιλοξενούσα ακόμα. Πριν επιστρέψει στην ανυπαρξία, απ’ όπου είχε έρθει, προσπάθησε να παρακινήσει τον οίκτο μου. Μα είχα αποφασιστικά παραιτηθεί από τα βάσανα και δεν τα κατάφερε να με πείσει να τον λυπηθώ. Κίνησε, όμως, την περιέργειά μου. Ή, ίσως, ήθελα μόνο ν’ ακούσω μια καλή ιστορία – έτσι, για διασκέδαση.»
Έφερε ένα μπολ από την κουζίνα και το γέμισε βερύκοκα, από ένα δέντρο στην αυλή της φορτωμένο με χρυσαφένια, παχουλά, ζουμερά φρούτα.
«Δεν υπάρχει. Αυτή είναι η αλήθεια του: δεν υπάρχει. Μου το ομολόγησε ο ίδιος. Είναι μία πλάνη. Μια πλάνη που προκλήθηκε από ένα αρχαίο λάθος, αναπτύχθηκε μέσα σε κάποιο αρχαίο σκοτεινό κενό, πολύ παλιά, στην αρχή του κόσμου – και ρουφάει ζωή. Η ζωή αυτή του είναι άχρηστη, αφού δεν είναι δική του. Ούτε μπορεί να έχει δική του ζωή, αφού δεν έχει δημιουργηθεί. Για να διατηρείται απασχολημένος και να νιώθει χρήσιμος, είναι τα δικά του λόγια, αχρηστεύει τη ζωή των όντων. Η ανθρωπότητα διάγει το βίο της μέσα στην ατέλεια και την ασθένεια, γιατί οι άνθρωποι θρέφουν την πλάνη του φόβου.»
Άπλωσε το χέρι της στην ανθισμένη μηλιά, που μας φιλοξενούσε στη δροσιά της – και είπε, “εσύ, αγαπητή μου, σίγουρα ξέρεις τι θα ‘θελα τώρα πιο πολύ.” Σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ένα κόκκινο, στρογγυλό, λαμπερό μήλο γέμισε τη χούφτα της.
«Αρκεί να τον αφήσεις νηστικό,» κατέληξε – και δάγκωσε το τραγανό φρούτο.

“blooming heart” phot@rt by Aeglie
Αργυρογάλανες δέσμες διαρρηγνύουν το παχύ στρώμα του γκρίζου σύννεφου που έχει εξαπλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το θόλο και χύνουν το φως του ήλιου από τον ουρανό στη γη σαν μέσα από ένα δίχτυ, στη δύση.
Ο δρόμος που οδηγώ βλέπει για λίγο δυτικά και με λούζει αυτή η εικόνα: το διάφανο γαλάζιο καθώς ρέει μπρος απ’ την κουρτίνα της συννεφιάς.
Αυτό το γαλανό, θυμάμαι, υπάρχει πάντα στα όνειρά μου. Ανοίγει το ταξίδι. Και παρακάτω, εκεί που μου φάνηκε σαν να ήταν ο προορισμός, έρχεται πάλι ν’ απλώσει το ταξίδι από κει και πέρα – πάντα πιο πέρα.
kind of dialogue