Οι εκδόσεις “εὔΧρηστος” ανοίγουν τις κυψέλες συγΓραφής για το 2026 και σε προσκαλούν, αν νιώθεις συγγένεια με το πνεύμα και τις αξίες τους.
Καλώς ορίζουμε όλα τα είδη της τέχνης του λόγου: ποίηση και πεζογραφία, φιλοσοφικό δοκίμιο και επιστημονικό έργο, προσωπική μαρτυρία και θεατρικό λόγο, υβριδικά κείμενα.
Η πρόθεσή μας είναι να προσφέρουμε στο αναγνωστικό κοινό ευεργετικές ιστορίες· να ενεργοποιήσουμε εκείνον τον λόγο, που μεταμορφώνει το τραύμα σε θαύμα και μετασχηματίζει την πληγή σε πηγή· τον καθαρό λόγο, που αψηφά την υπαρξιακή αγωνία και γεννά τη θεμέλια χαρά της ύπαρξης.
Πραγματικά, είμαστε δημιουργοί και το εργαλείο μας είναι ο λόγος. Επιλέγοντας, κατάλληλα, τις λέξεις εκπληρώνουμε τις επιθυμίες μας. Έτσι αρχίζει η διαδρομή της εαυτογνωσίας, που μας οδηγεί, μέσω της συνδημιουργίας, στην ευαειζωία.
Στην αρχή, συνήθως, παίζουμε, ανάμεσα στις επιλογές και τις επιθυμίες. Σύντομα, φέρνουμε τις επιθυμίες μας στο τραπέζι των επιλογών. Εκπληρώνονται πρώτα οι απλές, κατόπιν οι σύνθετες και, αίφνης, μια βαθύτερη υλοποιείται σαν από μόνη της.
Διότι αναγιγνώσκουμε και αναγνωρίζουμε όλο και καλλίτερα τον εαυτό μας. Έως ότου έρθει η στιγμή να εκπληρώσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας, το είναι μας. Να γίνουμε ό,τι είμαστε. Να εργαστούμε στο έργο της ζωής μας. Να δραστηριοποιηθούμε στον σκοπό της ζωής μας.
Στις σελίδες, που εικονίζονται, είναι γραμμένη η δική μου ιστορία. Στο πρωινό μάθημα της Πέμπτης, μια αγαπημένη μαθητευόμενη μας είπε τη δική της.
Της δόθηκε, στα πλαίσια της εργασίας της, η ευκαιρία να παρουσιάσει μια εισήγηση πάνω σ’ ένα θέμα. Θυμήθηκε ότι, όταν ήταν μικρή, τοποθετούσε τις κούκλες απέναντί της και έπαιρνε χαρτί και μολύβι να τους κάνει μάθημα. Διαπίσωσε ότι τα σεμινάρια, που παρακολουθεί αυτήν την περίοδο, της δίνουν τη δυνατότητα να διδάξει, εάν το επιθυμήσει.
Ναι, εκεί πίσω, στην παιδική ηλικία, μπορούμε να βρούμε τον θησαυτό που είμαστε. Όταν σηκώσουμε τα πλέπλα, με τα οποία τον έχουμε κρύψει. Και, ναι, είμαστε πάντα στον δικό μας δρόμο, ακόμα κι όταν δεν έχουμε φτάσει στον προορισμό. Και, ναι, έχουμε, τώρα, έναν πολύ καλό λόγο για να είμαστε υπερήφανοι και ενθουσιασμένοι.
Σας ευχαριστώ και σας ευγνωμονώ, για όλα τα ωραία που μοιραζόμαστε, σε αυτές τις διαδρομές, που πάντα μας πηγαίνουν όλο και πιο πάνω όλο και πιο μπρος όλο και πιο κοντά στο εαυτό μας – στο θαυμαστό, θαυματουργό, θαυματοποιό ον που είναι καθένας από μας.
[μια μικρή ιστορία, για ένα πραγματικό περιστατικό]
Είναι Παρασκευή, 22 Μαρτίου. Τα σχολεία είχαν γιορτή το πρωί. Τώρα τα παιδιά – δεν έχουν διάβασμα, σήμερα – μαζεύονται παρέες σε διάφορες γωνιές της γειτονιάς.
Βγαίνω κι εγώ για τον περίπατό μου. Έχω εγκαταστήσει αυτήν την ωραία συνήθεια: περπατώ, μια ώρα το πρωί και μια ώρα το βράδυ.
Ενώ βαδίζω έξω από το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, παρατηρώ μια ομάδα αγοριών. Δεν μπορείς να μην τους παρατήρησεις. Γίνεται μια μικρή φασαρία εκεί. Δηλαδή, όχι και τόσο μικρή.
Φαίνεται οι τρεις να τα έχουν βάλει με έναν. Εκείνος φωνάζει και χειρονομεί. Σαν για να διεκδικήσει το δίκιο του, ίσως;
Πλησιάζω εγώ. Δεν μπορώ να αποφύγω να προσεγγίσω το περιστατικό. Αλλά ούτε θέλω. Και στο απέναντι πεζοδρόμιο να περπατούσα, που είναι και η νησίδα στη μέση, θα ερχόμουν κοντά στα παιδιά, να δω τι συμβαίνει.
Επιβραδύνω και βγάζω το κινητό, τάχα να διαβάζω, για να δω μήπως χρειάζεται εδώ η παρέμβαση κάποιου ενήλικα.
– Και σεις θα με δεχτείτε όπως είμαι, φωνάζει το αγόρι, που στέκεται, μόνο του, απέναντι στους άλλους.
Καθώς φτάνω στο πλάι τους, ο πιο μικρόσωμος από τους τρεις κάνει μισό διστακτικό βήμα μπροστά και λέει ήσυχα και σταθερά:
– Εμείς, Γιάννη, έχουμε συζητήσει κι έχουμε συμφωνήσει και κάνουμε παρέα με τα καλά παιδιά.
Για μια στιγμή, η σιωπή είναι τόσο ισχυρή που, νομίζω, ότι έχω σταματήσει ν’ ακούω το βήμα μου. Την επόμενη στιγμή, ο Γιάννης απομακρύνεται με θόρυβο, σωματικό και λεκτικό. Κλωτσά τον δρόμο και γρονθοκοπά τον αέρα και ξεστομίζει πράγματα που δεν λέγονται.
Εγώ συνεχίζω. Πηγαίνω τον περίπατό μου. Αλλά αυτός ο ασυνήθιστος διάλογος δεν έχει μείνει εκεί, στο πεζοδρόμιο, έξω από το σχολείο, ανάμεσα στα παιδιά. Όχι. Έχει έρθει μαζί μου. Έχει θρονιαστεί μες στο κεφάλι μου.
Πώς και μου φάνηκε ότι είχε δίκιο ο ένας; Επειδή φώναζε; Κι όμως τα άλλα παιδιά είχαν κάθε δικαίωμα να μην θέλουν ένα κακοποιητικό στοιχείο στην παρέα τους.
Αλλά μπορεί να είχε δίκιο και ο Γιάννης. Ναι. Όχι γι’ αυτό που ζητούσε από τα παιδιά: να τον δεχτούν όπως είναι, να θυμώνει και να βρίζει και να χτυπά. Όχι. Για κάτι άλλο. Ναι. Για κάτι που μάλλον ζητούσε από τον εαυτό του: να γίνει κι αυτός ένα καλό παιδί. Ναι. Να γίνει το καλό παιδί που είναι.
Ίσως, μια μέρα, να γράψω μια μεγαλύτερη ιστορία με αφορμή αυτό το γεγονός. Και τότε ο τίτλος της θα είναι: “γίνου καλό παιδί, αν σε αγαπάς πολύ”
Αν η μητέρα δεν παραδέχεται, αν η θεραπεία δεν έρχεται, ας μείνει η πληγή ανοιχτή, ας γίνει ευροής πηγή, για ν’ αναβλύζει τους θησαυρούς που δεν γνώριζες ότι κατοικούν εντός σου.
Όταν είμαστε πολύ μικρά κορίτσια, δίνουμε μια πολύ μεγάλη υπόσχεση στον εαυτό μας: εγώ θα γίνω η μαμά. Στην εφηβεία, δίνουμε μια μεγαλύτερη υπόσχεση στη μητέρα: εγώ δεν θα γίνω ποτέ σαν κι εσένα! Καθώς μεγαλώνουμε και βρίσκουμε τη μητέρα μας στις συμπεριφορές μας και στους τρόπους σκέψης μας, αναλαμβάνουμε να εξετάσουμε: τι θα κρατήσουμε; τι θα τροποποιήσουμε; σε τι θα το μετασχηματίσουμε;
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία με κάλεσε να γεννηθώ μες από τη μήτρα της και μου κληροδότησε από τα χαρακτηριστικά της. Μερικά δεν μου άρεσαν καθόλου. Και, αναζητώντας εκείνα που μου άρεσαν λίγο περισσότερο, βρήκα σιγά σιγά τρόπους για να τα αναπτύσσω, να τα βελτιώνω, να τα εξελίσσω, να τα καλλιεργώ, να τα χρησιμοποιώ, με τον δικό μου τρόπο, έως ότου άρχισα να δημιουργώ τον εαυτό μου, με τον εύΧρηστο δημιουργό μου λόγο.
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία αγωνίστηκε όλη της τη ζωή σκληρόν αγώνα, για να ακυρώνει νυχθημερόν την ύπαρξή μου. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Και, αναζητώντας εκείνο που μου άρεσε λίγο περισσότερο κάθε φορά, βρέθηκα μες στην καρδιά της υπόστασής μου και αναγνωρίζοντας το εγώ μου τώρα εδώ, ταξιδεύω μες στο πανταχού παρόν, μες στους ωκεανούς του στερεώματος και γνωρίζω την ύπαρξη του σύμπαντος κόσμου.
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία έζησε όλη τη ζωή της μες στην αγωνία μην τυχόν και μου αφήσει μια αναπνοή ελεύθερη από την αγωνία. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Και, αναζητώντας εκείνο που μου άρεσε λίγο περισσότερο, κατάφερα ν’ αγωνιστώ και να κερδίσω την ελευθερία της αναπνοής μου, καθώς επίσης, το πιο σημαντικό, ν’ αναγνωρίσω και να ενεργοποιήσω το δώρο της ζωής μου: να εκπληρώσω τον εαυτό μου, σύμφωνα με τη βούλησή μου.
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία μου έλεγε τακτικά – και το εφάρμοζε καθημερινά – ότι η γλώσσα κόκαλα δεν έχει μα κόκαλα τσακίζει. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Και, αναζητώντας εκείνο που μου άρεσε λίγο περισσότερο κάθε φορά, βρέθηκα μες στην καρδιά του δημιουργού λόγου και ονόμασα και κάλεσα τις λέξεις της επιθυμίας μου και της επιλογής μου και δημιούργησα, εγώ η ίδια, από την αρχή, τη θεμέλια χαρά της ύπαρξης, για να θεμελιώσω τη δομή μου.
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία με έβγαζε κάθε τόσο από την εργαλειοθήκη της και με χρησιμοποιούσε για να πληγώνει την αδελφή της, που δεν είχε παιδιά. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου και με πλήγωνε διπλά. Και, αναζητώντας την ίασή μου, βρέθηκα να συνομιλώ με όλες τις ευγενικές, εύτροπες, εύρυθμες, εύτολμες, ευφρόσυνες, εύχρηστες, εύψυχες λέξεις και να με θεραπεύω και να δημιουργώ περιβάλλοντα φροντίδας για τον εαυτό μου, μες στα οποία χαίρομαι να ζω.
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία με ανάγκαζε να υποστηρίζω τον αγώνα της ενάντια στη χαρά της ζωής και της ύπαρξης. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Και, αναζητώντας να γνωρίσω καλλίτερα τη χαρά, ώστε να μπορέσω να την προσφέρω στη μητέρα μου – αν κάποτε αποφάσιζε να επιτρέψει στον εαυτό της να τη δοκιμάσει – κατέληξα να την δημιουργώ και να θεμελιώνω την ΕυΑειΖωία και να την οικοδομώ πάνω στις γέφυρες της διαρκώς εύροης ζωής.
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία επέλεξε να μην αγαπήσει σε αυτή τη βίωσή της και, εφαρμόζοντας το διαίρει και βασίλευε, να μάθει τα παιδιά της να μη χαίρονται την μεταξύ τους αγάπη. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Και, καλώντας την, η αγάπη ανταποκρίθηκε και μου έμαθε τη λειτουργία της – εντός του ανθρώπου, του όντος που αρθρώνει τον λόγο – και μου δίδαξε πώς διαρκώς να άγω πυρ φρέσκο και καθάριο σε ό,τι επιλέγω να στρέφω την προσοχή μου και τη σκέψη μου.
Ευχαριστώ κι ευγνωμονώ τη μητέρα μου, η οποία αρνιόταν ν’ ακούει τις επιλογές μου. Κι ούτε που ήθελε να ξέρει αν είχα επιθυμία. Αντιθέτως, με φόρτωνε με τα απωθημένα της. Φυσικά, αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Και, εργαζόμενη για να ξεχωρίσω τις δικές μου επιθυμίες και επιλογές και τη δική μου βούληση, βρήκα τρόπους να φρεσκάρω τις προσδοκίες και να θρέφω τις ονειροπολήσεις. Έως την πλήρη εκπλήρωση της αυθεντικής, γνήσιας, ελεύθερης βούλησής μου.
Για πολλούς ανθρώπους είναι μήνας απολογισμού ο Δεκέμβριος
Με αφορμή τα γενέθλιά μου, στις 11/12, εγώ πάντοτε ξεκινώ τον απολογισμό σχεδόν την πρώτη του μηνός
Ειδικά φέτος, μια τόσο ξεχωριστή χρονιά, έχω πολλά ν’ αντικρίσω, να κοιτάξω και να δώ
Και βλέπω το έτος δύο χιλιάδες και είκοσι ν’ αρπάζει την ανθρωπότητα σφιχτά από το χέρι και να την αναγκάζει να βαδίζει στις κοφυφογραμμές των καιρών της ιστορίας της, για να υποδεχθεί την αλλαγή του ανθρώπου
Και κοιτάζω και βλέπω τη χρονιά του δύο χιλιάδες και είκοσι να αρπάζει σφιχτά από το χέρι την υγεία των ανθρώπων και να την αναγκάζει να βαδίζει στ’ ακροκέραμα του νέφους της στατιστικής, ιχνηλατώντας το θαύμα ανάμεσα στα δεδομένα
Αντικρίζω και κοιτάζω και βλέπω το δύο χιλιάδες και είκοσι να μας αρπάζει σφιχτά από τα χέρια και να μας αναγκάζει να βαδίζουμε στις μύτες των ποδιών, χωρίς καν να μας επιτρέψει να βγούμε έξω από τη μάσκα μιας κατοικίας
Δοκιμάζω να διαρρήξω το φως της ιστορίας
Βλέπω το ξέφωτο στο οποίο μας βγάζει
Αντιλαμβάνομαι: με ό,τι γνωρίζαμε δε μοιάζει
Κοιτάζω κι εμάς και, ναι, διακρίνω: η διαδρομή μας έχει φρεσκάρει
Ελαφρά στους ώμους τα εφόδια, ευέλικτα στον καινούργιο βηματισμό τα πόδια
Έτσι που έχουμε τώρα ανέβει εδώ ψηλά, ατενίζει παντού γύρω με κατανόηση η ματιά, ως της ιστορίας τα πιο μακρινά
Το να περπατάς μες στο κέντρο του Μανχάταν είναι ένα μάθημα που αξίζεις
Βαδίζεις μες στην πόλη και νιώθεις ένας μικρός [πέντε πόδια] άνθρωπος ανάμεσα στα ψηλά κτίρια
Κοιτάζεις γύρω σου τα μεγάλα, τα σημαντικά, τα ωραία έργα – τόσα πολλά εδώ – και λες “ο άνθρωπος είναι μέγας”
Σηκώνεις τα μάτια ψηλά για να δεις τον γαλάζιο ουρανό και εκπαιδεύεις τον εαυτό σου να κοιτάζει και να βλέπει επάνω και εμπρός
Ανεβαίνεις ψηλά και ατενίζεις μακριά και μαθαίνεις τι είναι να έχεις διευρυμένη εποπτεία στον χώρο και στον χρόνο και στον ιστορικό καιρό
Μα, το πιο σημαντικό, είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ανταμώνεις το βλέμμα τους και αναγνωρίζεις στην ανάκλαση των ματιών τους τη λαχτάρα να βρουν το όνειρό τους
Κι αυτό σε κάνει να τους αγαπάς, αυτόματα, χωρίς δεύτερη σκέψη, να τους στέλνεις μια ωραία ευχή, μέσα στην καρδιά σου στη σιωπή, να τους θρέφεις με την ενέργεια που πηγάζει από σένα
kind of dialogue